Ακόμα και τώρα, όταν κλείνω τα μάτια, η μυρωδιά επιστρέφει! Μια βαθιά, γήινη ανάσα που αναδεύει μνήμες από τα χωράφια του Κολινδρού … από τα μικρά, ευαίσθητα φύλλα του καπνού που φροντίζαμε με τα χέρια μας και την καρδιά μας. Μια μυρωδιά γεμάτη φως, ήλιο και αέρα, που κρατάει μέσα της το παλμό ενός ολόκληρου καλοκαιριού.
Η δουλειά ξεκινούσε πριν τον ερχομό της άνοιξης, από τα “καρίκια” τα μικρά, χωμάτινα φυτώρια στις άκρες των χωραφιών. Ο σπόρος έμπαινε νωρίς, ποτιζόταν με ελπίδα και φροντίδα, και όταν το φυτό μεγάλωνε αρκετά, ξεκινούσε η μεταφύτευση.
Πολλοί Κολινδρινοί έμεναν κοντά στα καπνοχώραφα, στις “καλύβες” … απλές αλλά γεροφτιαγμένες, συχνά πετρόχτιστες. Εκεί περνούσαν ολόκληρο το καλοκαίρι, ζώντας δίπλα στη γη, δίπλα στον καπνό, κάτω απ’ τον ήλιο. Ήταν μια καθημερινότητα λιτή, αυθεντική: με γκαζόλαμπα, λουξ, με πηγές όπου έπαιρναν νερό, με ψωμί και λάδι.
Άλλοι, όμως —και ήταν πολλοί— γύριζαν κάθε μέρα στο χωριό. Μάζευαν τα καπνά τους από το χωράφι και τα μετέφεραν στις αποθήκες των σπιτιών τους, μέσα στον οικισμό. Εκεί, στα στενά σοκάκια του Κολινδρού, στις αυλές και στα κατώγια, έστηναν το δικό τους “εργαστήριο”. Άπλωναν τα φύλλα, έπιαναν τις βελόνες, και ξεκινούσε το ραμμάτιασμα ή αρμάθιασμα ή μπούρλιασμα.
Ήταν μια διαδικασία αργή, χρονοβόρα, επίπονη, μα δεν ήταν ποτέ μοναχική. Μαζεύονταν γειτόνισσες, συγγενείς, φίλοι. Κουβέντες, νέα, ιστορίες απ’ τα παλιά, και κάποιες φορές, ξεσπούσε και κανένα τραγούδι. Η δουλειά προχωρούσε και μαζί της κυλούσε και η μέρα. Η βελόνα περνούσε φύλλο-φύλλο, και κάθε ράμμα γινόταν ένας κρίκος σε μια μεγάλη, συλλογική μνήμη.
Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, η γιαγιά μου η Μαρίκα, που ήταν πάντα εκεί, μια δυναμική και δοτική γυναίκα, που φρόντιζε με αγάπη όχι μόνο τα εγγόνια της αλλά και τα παιδιά της γειτονιάς. Με την απλότητά της και τη ζεστασιά της, έδινε στο καλοκαίρι μια γλυκιά, ανθρώπινη ανάσα.
Τα ράμματα του καπνού στη συνέχεια απλώνονταν προσεκτικά στις ηλιάστρες ή στα πανιά, ξύλινες πρόχειρες κατασκευές, στήριγμα για τη σοδειά. Τα πρώτα χρόνια τα πανιά τα σκέπαζαν με καραβόπανα, αργότερα με νάιλον, για να προστατεύονται απ’ τη βροχή ή τον δυνατό ήλιο. Ο αέρας και η υπομονή έκαναν τη δουλειά του χρόνου.
Σήμερα, όλα αυτά ζουν περισσότερο στη μνήμη παρά στο τοπίο. Οι καλλιέργειες του καπνού είναι ελάχιστες, οι αποθήκες άλλαξαν χρήση, οι καλύβες μισογκρεμισμένες σιωπούν! Κι όμως, μέσα μας, είναι όλα ζωντανά: η “μελούρα” του καπνού στα δάχτυλα και τα ρούχα, η βελόνα που περνάει, οι φωνές στα σοκάκια, το άρωμα της καλοκαιρινής δουλειάς!
Γιατί ο καπνός στον Κολινδρό δεν ήταν απλώς δουλειά. Ήταν ρυθμός, ήταν κοινότητα, ήταν ζωή. Ήταν ο τρόπος που μεγαλώναμε, που δενόμασταν με τη γη … και μεταξύ μας!










