Αφορμή για το νέο μου άρθρο/άποψη που φιλοξενείται σήμερα εδώ έδωσε η χθεσινή έναρξη Κυριακή 20 Νοεμβρίου του Παγκόσμιου Ποδοσφαιρικού Πρωταθλήματος της FIFΑ-2022 που είδε το Εθνικό Ποδοσφαιρικό συγκρότημα της οικοδέσποινας χώρας Qatar να χάνει με σκορ 0-2 από το Εθνικό συγκρότημα του Ecuador.
To FIFA-2022 Qatar έχει 2 «πρωτιές»:
διεξάγεται για πρώτη φορά σε χώρα του Αραβικού κόσμου
και για πρώτη φορά μήνα Νοέμβριο καθώς αυτό θα ήταν παντελώς αδύνατο με δεδομένη την αφόρητη ζέστη των καθιερωμένων μηνών Ιουνίου, Ιουλίου σε αυτή την περιοχή.
Η φετινή είναι η τελευταία φορά στο Παγκόσμιο Ποδοσφαιρικό Πρωτάθλημα FIFA με συμμετοχή 32 χωρών καθώς από το επόμενο του 2026 στις ΗΠΑ, το Μεξικό και τον Καναδά θα συμμετέχουν πλέον ποδοσφαιρικές ομάδες από 48 χώρες…
https://en.wikipedia.org/wiki/2022_FIFA_World_Cup
Αφήνω φίλες και φίλοι για σήμερα στην άκρη τον γνωστό μου κοινωνικό-ψυχό-πολιτικό-οικονομικό προβληματισμό και θα ασχοληθώ με τα ποδοσφαιρικά αναφερόμενος σε ένα πολύ ενδιαφέρον και γνωστό διεθνώς ποδοσφαιρικό ανέκδοτο:
Λίγο πριν από τον σημαντικό αγώνα της ομάδας που διεκδικεί τον τίτλο, ο τεχνικός ηγέτης της ομάδας (ο προπονητής) δίνει στους παίκτες του, με περισσή μυστικότητα, από ένα άσπρο χαπάκι μεγάλου μεγέθους.
Έκπληκτος ο νεαρός αθλητικογράφος που αντιλαμβάνεται την μυστική κίνηση πλησιάζει τον προπονητή με τον οποίο μετά από χρόνια γνωριμίας τον συνδέει και μια αίσθηση οικειότητας και του ζητά, σχεδόν επιτακτικά, να του εξηγήσει «τι ακριβώς είναι αυτά τα χάπια; ΝΤΟΠΑ;».
«Α, μπα, είναι αθώα χάπια συμπυκνωμένης ζάχαρης» του εξηγεί με εμφανέστατη ειλικρίνεια ο προπονητής.
«Και τι καλό μπορεί να κάνει σε αυτούς τους ώριμους, γυμνασμένους αθλητές ένα χαπάκι συμπυκνωμένης ζάχαρης;» ρωτά ο νεαρός δημοσιογράφος.
«Τίποτε απολύτως» του απαντά ο προπονητής και συνεχίζει: «Αλλά οι παίκτες μου πιστεύουν ότι τους βοηθά και έτσι παίζουν… καλύτερα!».
Ο αθλητικογράφος με διεγερμένο στο κρεσέντο το αίσθημα της περιέργειας πλησιάζει έναν παίκτη της ομάδας, για τον οποίο είχε κάνει και ειδικό αφιέρωμα στην εφημερίδα του, και σχεδόν επιτακτικά απαιτεί να του εξηγήσει:
«Τι χαπάκι είναι αυτό που πήρες;».
Ο παίκτης με πρόδηλα τα σημάδια κάποιας ανησυχίας, κοιτάει γύρω του στα κλεφτά, πλησιάζει τον δημοσιογράφο στο αυτί και του λέει ψιθυριστά:
«Είναι χαπάκι συμπυκνωμένης ζάχαρης!…».
Τινάζεται με ξάφνιασμα ο δημοσιογράφος και με ορθάνοιχτα μάτια, γεμάτος ειλικρινή απορία, ρωτά τον φίλο του παίκτη:
«Καλά και σας βοηθούν εσάς απλά χαπάκια συμπυκνωμένης ζάχαρης;»
«Φυσικά όχι» απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο παίκτης και συνεχίζει:
«Όμως ο προπονητής μας πιστεύει ότι μας βοηθούν και επειδή εμείς τον αγαπάμε, τα παίρνουμε!…».
Θεμελιακό πρόβλημα για τον κάθε προπονητή είναι η κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του κάθε παίκτη και η δημιουργία, μέσα από συστηματική δουλειά, ενός αρμονικού συνόλου όπου οι αδυναμίες και οι ικανότητες του καθενός αλληλεπικαλύπτονται με τέτοιο τρόπο, ώστε στο τέλος να παρουσιάζεται μια ισορροπημένη ομάδα με προσωπικότητα, δυναμισμό και την θετική ψυχολογία που στοχεύει στη νίκη, αλλά μπορεί να χειρισθεί με επάρκεια και το ενδεχόμενο της ήττας!…
Ένα συναφές επίσης πρόβλημα για τον κάθε προπονητή αποτελεί και το προγενέστερο βίωμα κάθε παίκτη του.
Αυτήν την δυναμική προβληματισμού την αποκαλώ, χωρίς να παρεξηγηθώ από τους φίλους προπονητές του ποδοσφαίρου και κάθε άλλου ομαδικού σπορ, στους οποίους έχω κάνει πολλά εκπαιδευτικά σεμινάρια τις περασμένες δεκαετίες, και οι τοίχοι του διαμερίσματός μου είναι γεμάτοι με βραβεία τιμής που μου έχουν απονείμει «το σύνδρομο του προπονητή».
Είναι αναμφισβήτητη αλήθεια ότι ελάχιστοι παίκτες γεννιούνται, ζούνε και ωριμάζουν φορώντας την ίδια φανέλα σε ολάκερη την καριέρα τους.
Η πλειοψηφία ξεκινά με ένα Σύλλογο ή ΠΑΕ, διδάσκεται τα βασικά από κάποιον προπονητή και μέσα σε διάστημα συνήθως 2 δεκαετιών αλλάζει αρκετές φορές την φανέλα του αλλά, κατά κύριο λόγο, με συχνότητα που προσιδιάζει την παροιμία της «αλλαγής υποκαμίσων», αλλάζει προπονητές καθώς στον ελλαδικό χώρο ο προπονητής διεκδικεί τον εναλλασσόμενο ρόλο του «στρατηλάτη, νικητή και τροπαιούχου» και μετά «του αποτυχημένου αποδιοπομπαίου τράγου!…
Να σταματήσουν, λοιπόν, οι μεταγραφές παικτών ή οι μετακινήσεις προπονητών;
Ε, ΟΧΙ, βέβαια!…
Όμως οι προπονητές είναι και αυτοί άνθρωποι, έχουν τα βιώματα και τις φιλοδοξίες, τις προσωπικές εμπειρίες και το «παρελθόν» τους.
Επιπρόσθετα ο κάθε παίκτης που μαθητεύει σε έναν δεδομένο προπονητή «μαθαίνει» συγκεκριμένα πράγματα που ξεκινούν από τις ασκήσεις μυ σκελετικής βελτίωσης και φτάνουν στην στρατηγική και τις τεχνικές της ανάπτυξης ενός παιχνιδιού.
Και ξαφνικά συμβαίνει να «παραιτηθεί» (συνήθως αποπέμπεται από τους μεγαλομετόχους που τον θυσιάζουν για να μην παραδεχθούν τα δικά τους λάθη που έχουν εξοργίσει τους οπαδούς κλαι φιλάθλους ης ομάδας που διοικούν) ένας συγκεκριμένος προπονητής (επειδή οι παράγοντες που κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο φρονούν ότι έτσι τους συμφέρει ή άλλες φορές ότι αυτοί ξέρουν καλύτερο ποδόσφαιρο από τον προπονητή) και να αναλάβει την ομάδα ένας άλλος.
Έτσι οι παίκτες βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν άλλο «δάσκαλο», ο οποίος, φυσικά, έχει την δικιά του προσωπικότητα, τις δικές του τεχνικές και στρατηγική, τις δικές του πεποιθήσεις και τα δικά του χούγια…
Τι σημαίνει αυτό από την δικιά μου οπτική γωνιά, της κοινωνικής ψυχολογίας των σπορ και της άθλησης;
Νομίζω ότι το ερώτημα μπορεί να το απαντήσει σωστά και ο πιο άσχετος φίλαθλος ή οπαδός.
Θα μου πείτε, φίλες και φίλοι αναγνώστες ότι οι παίκτες δεν είναι μαθητούδια και σχολιαρόπαιδα, είναι ώριμοι άνδρες, είναι επαγγελματίες, είναι άτομα που μπορεί να προσαρμοσθούν εύκολα στις νέες προοπτικές στον νέο τεχνικό τους ηγέτη.
Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα;
Να θυμηθούμε αυτό που με περισσή εμπειρική σοφία έχει συνοψίσει σε μια φράση ο ελληνικός λαός λέγοντας «με όποιον δάσκαλο θα κάτσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις»;
Καθώς οι παράγοντες στην πατρίδα μας αλλάζουν εύκολα «δασκάλους», σκεφθείτε ποια χούγια και ποιες συνήθειες θα πρέπει να αλλάξει ο επόμενος προπονητής που αναλαμβάνει την ομάδα για να δημιουργήσει ένα «συλλογικά αρμονικό σύνολο».
Περισσότερα για το ποδόσφαιρο, τους παράγοντες και μεγαλομετόχους, τους προπονητές, τους παίκτες και τους οπαδούς και φιλάθλους έχω γράψει στο εξαντλημένο πλέον best-seller βιβλίο μου με τίτλο «Ένας ψυχολόγος στο γήπεδο» που είχε εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο «Ελληνικά Γράμματα» το 1994 που μπορεί να υπάρχει στην Δημοτική Βιβλιοθήκη.
———————————————
*O Γιώργος Πιπερόπουλος, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας – Ψυχολογίας, είναι Επίτιμος Καθηγητής Μάνατζμεντ και Μάρκετινγκ στο Βρετανικό Πανεπιστήμιο Durham, συνταξιούχος καθηγητής Μάνατζμεντ, Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων και πρώην Πρόεδρος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας