(Της Δέσποινας Παπαζαχαρία)
” Εμ τί τ καμπάνα θα χτυπήσουμι… Χήρους αυτός κι η νύφ τρανή!!”
Η Λιεγκου ήρθει πλαλούντας στου πατι’κι, ούτι τσ παντόφλις δεν πρόλαβει να βάλ.
Η μάνα μόλις είχι βγάλ του σίδιρο απ’ μπόρτα, βαθιά χαραη’!
Μπήκει ..σια’πατι .. σια’πατι στν καμαρη κι…
—Αμουρ… έχου νέα .. κατσι’τι …κουριτσια..
Ιχτές του βράδ στιφανω’θκαν στουν Άγιου Θόδωρο ι Κω’τσιους τσ θεια’ Πατσιω’ς κι η Βαγγελιώ, η φιλνα’δα μας!
Κανένας δεν πη’ρει χαμπάρ… κι γω αργά τόμαθα..
Στουν Άγιου Θόδωρο, γιατί είν’ τρανοί και οι δυο κι ι Κω’τσιους χήρους.
Ούλα γίνκαν μυστικά… Τζιαν. τζιουν…
Κι νύχτα στου σκουτα’δ..
Εμ… νύχτα κι μυστικά κι σι ξωκλήσ γε’νονται οι γάμ απ’ τσ τρανοί.. Ούλ του ξέρουμι…
Η μάνα πρόλαβε μο’γκι κι ρώτσει..
–Κουμπαρους ποιος ήταν;
—Α..α..δεν ξέρου θα μάθου..θα μάθου…
Έτσι μυστικά και νύχτα γίνονταν οι γάμοι των μεγάλων και των δευτεροπαντρεμε’νων στο παλιό Λιτόχωρο.
Σε ξωκλήσι πάντα και όλοι το μάθαιναν την επαύριο
Η νύφη φορούσε ταγιέρ και ένα λουλούδι στα μαλλιά η ένα απλό πέπλο λευκό .
Πάντως ρύζι έπεφτε για να ριζώσουν και κουφέτα για τη γλυκύτητα της στιγμής!
Άλλοι καιροί.. άλλοι άνθρωποι..
