Παραμένει συγκλονισμένη η τοπική κοινωνία με τον άδικο χαμό του Λαρισαίου έμπειρου οδηγού φαραγγιών Βασίλη Παπαβασιλείου ο οποίος είχε πάει με μια ομάδα 11 ατόμων για κατάβαση στο ρέμα Ορλιά στον Όλυμπο, όπου ύστερα από την κακοκαιρία που έπληξε την περιοχή, τα νερά ήταν “φουσκωμένα” και ορμητικά, με αποτέλεσμα ήταν να τον παρασύρουν και να χάσει τη ζωή του.
Ο άτυχος 43χρονος κηδεύτηκε προχθές στον τόπο καταγωγής του την Κρανιά Ολύμπου.
Επιστήθιος φίλος του συγκλονίζει με ανάρτησή του για τον χαμό του:
«Όπου φτωχός και η μοίρα του, φίλε Βασίλη, συγχωριανέ και συνεργάτη.
Κατατρεγμένος ήσουν μια ζωή, ακόμα και μεταθάνατον βγήκαν να σε κατηγορήσουν. Αγωνιζόσουν μόνος σου από μικρός για την επιβίωση σε περιβάλλον ανοίκειο. Την επιβεβαίωση ζητούσες της αξίας σου και να δηλώσεις θαρρετά: “Ρε, είμαι και γω εδώ!”, ακόμα και αν το έκανες παίζοντας στα τέρματα τη μουσική αφήνοντας όλο το χωριό άυπνο.
Βρήκες τον εαυτό σου τελικά στις ρίζες μας, στο βουνό μας που επιλέξαμε να ζούμε εκεί και που τόσο πολύ αγαπάμε, τον Όλυμπο.
Στην καραντίνα, χωρίς δουλειά και έσοδα δώσαμε μαζί τον αγώνα της επιβίωσης. Ταλαιπώρια να μαζεύουμε ξύλα απ’ το βουνό για να ζεσταθούμε, φτιάξαμε και “συνεργείο” με δουλειές του ποδαριού και στα χωράφια μεροκάματο “ο Χασάν και ο Άλι”, όπως λέγαμε για να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας και να γελάμε. Δυο χρόνια. Πραγματικό survivor, όχι σαν αυτό της τηλεόρασης ή των “βουνίσιων της Κυριακής”, που αν δεν σε είχα συμπαραστάτη δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα.
Ατέλειωτες συζητήσεις και καφέ πότε στο δικό μου σπίτι και πότε στο δικό σου, όπου δεν συμφωνούσαμε ποτέ για τίποτα, εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, ακόμα και για τα θέματα της δουλειάς, αλλά ποτέ δεν μαλώσαμε.
Τις βόλτες μας στα μονοπάτια, χωρίς πρόγραμμα, πότε με καφέ και φωτογραφική μηχανή και πότε με κλαδευτήρι στο χέρι θα τις θυμάμαι.
Τελείωσε η καραντίνα και συνεργαστήκαμε κάμποσες φορές σε πεζοπορίες και αναβάσεις στον Μύτικα, αλλά πήρε ο καθένας το δρόμο του.
Εσύ με το μεγάλο σου πάθος, το canyoning.
“Άλλη μια μέρα στο γραφείο”, έλεγες όταν πήγαινες με κόσμο στον Ορλιά.
“Τι δλεια καντς;” σε κορόιδευα, “κατεβαίντς τα λάκια κριμασμένους στου σκ’νί;”.
Τελικά αυτά τα “λάκια” σε αγάπησαν όσο τα αγάπησες και συ και σε πήραν κοντά τους, ρε φίλε. Αντίο».