(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Λιακάδα, αίθριος ο καιρός, βοριαδέλι, στη σπηλιά του Φιλοκτήτη, η αρμονία των λόφων της Λήμνος , ανθισμένο ακόμη θυμάρι, σπιλιάδες θαλασσινές, μας αρμυρίζουν, το τόξο του ψάχνουμε, ξεχασμένα κάποια σύκα σταφιδιάζουν, μελωμένα, τυχερός που θα ψάξει ερωτικά την συκιά να του τα φανερώσει, η Τροία αλλιώς δεν πέφτει, τον αδίκησαν πρίν δέκα χρόνους, τον εγκατέλειψαν, τις κραυγές του πόνου και την δυσωδία της πληγής μην υποφέροντας, του Ηρακλή είναι το τόξο, ο ίδιος, ατός του το χάρισε στην Οίτη, καταντικρύς μας η Νίμπρος, βορειότερα η Σαμοθράκη, τα ανάκτορα του Ποσειδώνα εδώ , στα βάθη του πελάγους , τοποθέτησε ο Όμηρος, ανάμεσα Λήμνου και Ίμβρου , δελφινότοπος, ανατολικά η Τένεδος , ταπεινή, οι ψαράδες δείχνουν στο βυθό την Χρύση, ψαρότοπο φημισμένο. ως ύφαλος σήμερα , το πάλαι νησάκι, βυθίστηκε από σεισμούς , κοντά στις ανατολικές ακτές, βοριαδέλι φυσά κι ανοίγουν τα πνευμόνια, ανάκατες μυρωδιές, πνοές αρμυρισμένες, λαγδέρια παντού, αγριοκούνελα, κι αστιβίδες, αγκαθωτές, ασπρίζει λίγο – λίγο το Αιγαίο, μιά ύδρα φαρμακερή τον δάγκωσε τον βασιλιά Φιλοκτήτη, λίγο προτού καταπλεύσουν στην Τροία, ξέμεινε δέκα χρόνους μόνος του, μα με το τόξο του Ηρακλή , επιβίωσε, κι ο μάντης ήταν απόλυτος, κατηγορηματικός, χωρίς το τόξο τούτο η Τροία δεν πέφτει, τραγική η υπόθεση , εξ ού κι ο Σοφοκλής τραγωδία γράφει και βραβεύεται, το ψαροκάικο επιστρέφει, ο Άη Νικόλας, ολονυχτίς παλεύαν στ’ ανοιχτά, λεβέντικο μεροκάματο, ηλιοκαμένα πρόσωπα, χαμόγελο στην ψυχή, ανάκατα τα μαλλιά, ο Οδυσσέας κι ο Νεοπτόλεμος σταλθήκαν απ’ τους Αργείους το τόξο να φέρουν, σύγκρουση πονηριάς κι ευθύτητας , το μέσον κι ο σκοπός , η Τροία πρέπει να πέσει, ευωδιάζει το ξεραμένο χόρτο, στ’ αμπέλι έχει ξεχασμένα τσαμπιά σταφύλι, εις γλυκασμόν των ξωμάχων και χορτασμόν των πουλιών, αρχαία συνήθεια σπ’ τον καιρό του Θόαντα του πρώτου βασιλιά , που ήταν του Ραδάμανθυ της Κρήτης βλαστάρι, ο πόλεμος , μην σας ξεγελούν οι ποιητές, ο Τρωϊκός δεν έγινε γιά ένα πουκάμισο αδειανό, για μιάν τάχα Ελένη, τα Στενά, κι η Προποντίδα, ο Βόσπορος κι ο Εύξεινου Πόντος, τούτα ήταν η αιτία, τούτων ένεκα εξεστράτευσαν, ο έλεγχος του Πόντου της Έλλης, τούτα τα Στενά που χωρίζουν Ασία κι Ευρώπη, ο έλεγχος του εμπορίου, το πλούτος, οι Έλληνες των θαλασσών, ναυπηγοί και ναύτες, καραβοκύρηδες και κωπηλάτες, για τούτο έπρεπε να πέσει η Τροία που διαφέντευε την είσοδο, η εξουσία στα χέρια των Ελλήνων να περάσει, το Χρυσόμαλλου δέρας της Κολχίδας, με μύθους ντυμένα τα γεωπολιτικά στρατηγήματα, η Ιφιγένεια δεν βρέθηκε τυχαία στην Ταυρίδα, να τα βαπόρια απέναντι, στη σειρά , αρόδο, σινιάλο περιμένουν γιά να διαβούν, να πλεύσουν πάλιν και πάλιν τα Στενά, γλάροι γυροφέρνουν το ψαροκάικο , καλό σημάδι , καλή η ψαριά, στη σπηλιά πηγαίνουμε του Φιλοκτήτη , φτάσαμε, ένα σμάρι πέρδικες μας υποδέχονται, τι καμαρωτό περπάτημα , πουλιά σαν έργα τέχνης, πετεινά πτερωτά που ωραίζουν τον τόπο, πείστηκε ο Φιλοκτήτης , αν και χολωμένος , πήγε εν τέλει στο στρατόπεδο των Αχαιών , και πώς αλλοιώς,
με του Ηρακλή το τόξο, τον υπαίτιο σκότωσε , τον γιό του γέρο Πρίαμου, τον Πάρι, άφθαστος τοξευτής , ύβρις και τίσις και νέμεσις στ’ ανθρώπινα, το μέτρον , τούτο παραθεωρούμε, α ! μπαρμπούνια χρυσοκόκκινα έβγαλε το δίχτυ, της εποχής ψαράκι , κάτω από την κληματαριά , με άφκο και κρίταμα, λίγο χταποδάκι και κρασί λημνιό,
τον Οκτώβρη να ξεπροβοδίσουμε,
στη νησίδα στου Μούδρου τον κόλπο , στη Κούταλη ομπρός, ασπρίζει του Άη Νικόλα το ξωκλήσι,
ο Φιλοκτήτης κι αυτός στην ομάδα που κρύφτηκε στον Δούρειο Ίππο , το κούρσος της Τροίας μοιράστηκε, το κρασί τούτο ο γέρο Όμηρος το παινεύει , αρχαίος ο έπαινος , ευφραίνει και γαρ καρδίαν ανθρώπου , τα καράβια των Δαναών που τον μετέφεραν σε ασκούς από τα αμπέλια της Λήμνος στην ασιατική ακτή, περιγράφει, να πιούν οι άντρες , οι πολεμιστές να στηλωθεί η καρδιά τους, το τόξο του Ηρακλή , αδέρφια, είναι εδώ, τούτο που το χάρισε στον Φιλοκτήτη, είναι η φαρέτρα του εδώ ,τα βέλη του, φαρμακερά και ιοβόλα, χωρίς το τόξο τούτο στους αιώνες των αιώνων , η Τροία δεν πέφτει, μην γελιέστε, και σήμερα. όπως και τότες , βάλτε στην κούπα κρασί λημνιό, να πιούν οι πολεμιστές, πονηρές και γαρ οι μέρες , πόλεμος πάλιν μαίνεται στην Ταυρίδα, στην Κολχίδα, πόλεμος ξανά και πάλιν γιά το χρυσόμαλλον δέρας, το πλούτος της Μαύρης Θάλασσας. και τα βαπόρια αρόδο μπροστά από της Τροίας τις ακτές, σε τούτο το πανάρχαιο πέρασμα , τι τραγικό λάθος που έκαναν οι Εγγλέζοι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πώς στείλαν τον ανθό της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας τα καλύτερα παιδιά να σφαγιαστούν στην Χερσόνησο της Καλλίπολης, κανείς τους, άν είναι δυνατόν, κανείς τους δεν είχε διαβάσει τον Όμηρο, το τόξο αδέρφια εμείς, έγνοια μας , του Φιλοκτήτη, του ημίθεου Ηρακλή τον ατίμητο δώρο , στο τραπέζι , τι ευλογία , βρεθήκαν καλογνώμες και φούσκες, τον Αθήναιο τον Δειπνοσοφιστή επικαλούμαι, στρείδια από Κουταλιανούς ψαράδες,του Αιγαίου αλητάκια εμείς, του άλλου Αιγαίου αρμενάκια, με παριανό μάρμαρο σμιλεύουμε εδώλια και στου Ήφαιστου παραστέκουμε στης Λήμνος το καμίνι , καθώς τούτος την καινούργια του Αχιλλέα ασπίδα ασημοψιλοκεντά,
βοριαδέλι μας δροσίζει στο πρόσωπο,
στην υγειά σας, αδέρφια, κραταιούσθε, υγιαίνετε,
κι άς έχει φουρτούνες μπροστά μας,
το τόξο του Φολοκτήτη,
έγνοια μας ,
σφιχτά στο χέρι ,
στους αιώνες !