(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Χρώματα, ο Νοέμβρης, χρώματα ωραιότητας , χρώματα πρασινοκίτρινα , κιτρινοκόκκινα, βυσσινιά , χρυσαφένια , που τρέπονται σταδιακά , καθώς οι μέρες του τελευταίου φθινοπωρινού μήνα φθίνουν, τρέπονται μέρα με τη μέρα, σε κιτρινοκαφετί αποχρώσεις, σε καφεδιές στη συνέχεια, χρώματα ομορφιάς ενός αόρατου χρωστήρα, ως εμεγαλύνθην τα έργα σου, οι πλάτανοι μεγαλοπρεπείς, οι λεύκες ψηλόκορμες, κι οι ακακίες οι σεμνές, την στολή την καλοκαιρινή απεκδύονται, φυλλοβόλα και γαρ, της ομορφιάς συμμέτοχοι, θάμβος τοις οφθαλμοίς, προσπερνούμε αδιάφοροι οι πλείστοι, ψυχραίνουν οι μέρες, βοριαδάκι ροβολάει μέσα από τις ρεματιές , βουνίσιο. παγωμένο, χρώματα του Νοέμβρη, της Αγιά Κατερίνας της Πανσόφου η γιορτή , του Αγιά Αντρέα του Πρωτοκλήτου πανήγυρις, μόνον στα Σέρρας οι λωτοί ωραίζουν τα δέντρα και τις γειτονιές, μήπως γιά να μας θυμίζουν πως επιλήσμονες πορευόμαστε, των σπουδαίων και ωραίων, μήπως υπαινίσσονται ότι ξεμείναμε στη Χώρα των Λωτοφάγων, μήπως, άραγε σάλπαρε του Οδυσσέα το καράβι γιά την Ιθάκη, ξεμείναμε λές, άμοιροι και άβουλοι, οι λωτοί, χυμώδεις κι εύγευστοι, της πόλης στολισμός, πρόωρο στολισμένα δέντρα των Χριστουγέννων, χρώματα του Νοέμβρη πράσινα που ωριμάζοντας κιτρινίζουν κι ύστερα πυρόξανθα γίνονται, κόκκινα της φωτιάς, καρποί μελένιοι, ο γέρο Όμηρος , πώς , έγκαιρα μας προειδοποίησε , για Λωτοφάγους, το νού μας να έχουμε , μην αποχαυνωθούμε από την γλύκα , πρόσκαιρη και γαρ, στο γιορτινό τραπέζι διάκοσμος, χρώματα των λωτών στη φρουτιέρα, κι η ευωδία του ψημένου κάστανου, του κόκκινου μήλου η σοβαρότητα, των φιρικιών η λεπτότητα, του ψημένου χρυσαφένιου κυδωνιού η γλυκύτητα, σιροπιασμένο, του φρέσκου κρασιού η ευφροσύνη, του βαθυπόρφυρου ροδιού το άπειρον, κατηφορίζω ακολουθώντας την νεροσυρμή, κρυστάλλινο το νερό στο ρέμα, από τις πηγές του Ελαιώνα, βράχο τον βράχο, από καταρράχτη σε καταρράχτη, ασημένια γραμμή χωρίζει στα δυό την ρεματιά, ασημένια γραμμή σημαδεύει τους αιώνες, νερόμυλοι στα δεξιά, η βιοτεχνία της ζωής , μιά φορά, στους τότε χρόνους, καταρρέουν από την πίεση των αμείλικτοι χρόνων μα πιότερο από της αδιαφορίας μας την εγκατάλειψη, βορειαδάκι ακολουθά τις στροφές της ρεματιάς, από τις βουνοκορφές μέχρι να ξεχυθεί στον κάμπο του θεϊκού Στρυμόνος, μουρμουρίζει κάτι, σφυριχτά κάτι σιγοψιθυρίζει, το άρμα , προσπαθώ να αφουγκραστώ, το άρμα το χρυσό , κόπο θέλει να καταλάβεις, δροσιστικό το αγέρι , από τις κορφές του Μενοίκιου , σαν άγγελος, μήνυμα μεταφέρει, μαζί με τα χρυσαφένια φύλλα που στροβιλίζονται μαζί του, ανάκατα φύλλα, της ιτιάς και του πλάτανου, της μηλιάς και της οξιάς,
του Ξέρξη , ποιό , το άρμα,
στήνω αυτί , θροίζει ο βοριάς, σιάζω το σκουφί,
οι Θράκες , α ! αρχαίες ιστορίες στη ρεματιά, θροίσματα σαν του Μαντείου ,
αποσπάσματα σαν από σπασμένα μάρμαρα, χορεύουν τα φύλλα στων πνοών τις στροφές,
σαν νεράιδες, σχήματα και μορφές,
στης ρεματιάς την ασημένια νεροσυρμή, σιγομουρμουρίσματα και γέλια ,
βόγκοι κι αναστεναγμοί, ανάμεσα από κορμούς και θάμνους, βατσινιές και καλαμιώνες,
μα στους αιώνες , τούτος ο βοριάς, άγγελος ,
μυστικά κρατά και μηνύει,
ή μήπως τα ξωτικά στο ρέμα,
κρυφοσχολιασμοί και γελάκια, άραγες γνωρίζουν,
κι εάν όχι, τότες γιατί,
οι νύμφες του βουνού , των νερών νύμφες,
της αέναης τούτης ρεματιάς οι νεράιδες,
με το χρυσαφένιο φόρεμα των φύλλων , στις φιγούρες του βοριά ,
χρυσαφένιο το άρμα του Μεγάλου Βασιλιά,
τούτο που απόμεινε στα Σέρρας,
ο επιμελής Ηρόδοτος μας το διέσωσε,
ο Αλικαρνασσεύς, της ιστορίας ο πατέρας,
και πώς, να στα γυρίσματα της ρεματιάς, σφυρίζοντας μέσα από τα πεύκα,
τούτη την αρχαία ιστορία, και σήμερα,
σαν τότες, τα ξωτικά , την σιγανοθροίζουν,
τοις ώτα έχουσι ίνα ενωτισθώσι,
το πώς ο Μεγάλος Βασιλιάς, το μέλπουν λιγιραίς μολπαίς οι ξωθιές,
με τις πνοές της ντραμουντάνας την ασημένια νεροσυρμή ακολουθώντας,
συνωμότησε με την Ιστορία, ο υπερήφανος Ξέρξης , το άρμα του Διός
να εμπιστευτεί γιά φύλαξη στους Θράκες, στριφογυρίζουν σε εξαίσιες χορευτικές σκηνές
της λεύκας τα χρυσαφένια φύλλα, ή μήπως,
στο φύσημα του αγέρα στροβιλίζονται λιτές με διάφανους χρυσουφασμένους χιτώνες οι νεράιδες, στο διάβα των καιρών και των αιώνων,
χορός χέρι – χέρι, αιθέριες υπάρξεις ,
αέρινες, στου Νοέμβρη τα χρώματα,
χρυσαφένια , χρυσοπόρφυρα,
το άρμα το χρυσό , συνωμοσία του Ξέρξη,
οι Θράκες το υπεξαίρεσαν , χρυσαφένιο όλο
κι ο Ηρόδοτος, το όνομα σώζει της πόλης,
στις Ιστορίες του, η Σίρις των Παιόνων,
από στόμα σε στόμα, από αιώνα σε αιώνα,
ο χορός στης ρεματιάς τις στροφές, αιθέριος , μορφές τάχα φιγούρες , αέρινες ή φυλλωσιές
στα στροβιλίσματα του βοριά που κατρακυλά
από τις κορυφογραμμές,
άγγελος αυτός ή τάχα συγχορευτής, το άρμα το κρύψαν στα βουνά, αιώνες τώρα, οι μαρτυρίες, στροβιλίζονται τα πλατανόφυλλα, εξαίσιος χορός , φιγούρες ανυπόστατες , αλαφροίσκιωτοι μόνον, ναι , μόνον αυτοί , τα απογευματινά του Νοέμβρη, καθώς ψυχραίνει ο καιρός , κι οι βατσινιές φορτώνονται καρπούς, βατόμουρα εύχυμα, των κοτσυφιών η χαρά, οι αλαφροίσκιωτοι στο διάβα των αιώνων, στης ρεματιάς τα στριφογυρίσματα, όσοι από των Λωτοφάγων την χώρα επέστρεψαν, κοινωνοί γίνονται , κρυφακούν , ψιθύρους κι αναστεναγμούς , σε ένα βράχο καθισμένοι , στης νεροσυρμής τις μαλαματένιες στροφές, τούτοι μόνοι τον θεσπέσιο χορό απολαμβάνουν, τα σιγομουρμουρίσματα και τα μυστικά τα απόκρυφα των νυμφών ακροώνται ,
το άρμα, μυστικό επτασφράγιστο στους χρόνους,
α ! το χρυσό του βασιλιά άρμα,
θροίζουν οι φυλλωσιές, νεράιδες, λικνίζονται, μινυρίζουν, χορεύουν, χρυσαφένιες, σαν φύλλα, σκηνογραφία δαντελένια ή ψηφιδωτό αέρινο
ή τάχα χορογραφία του Νοέμβρη,
ο χορός στις πνοές ο χρυσοπόρφυρος των φύλλων,
στα χρώματα ενός χουβαρντά ,
ενός πολύχρωμου δωρεοδότη Νοέμβρη !
Με το καλό, αδέρφια, ο γέρο Δεκέμβρης !
Με το καλό , συνοδοιπόροι των καιρών ,
η του Χριστού Γέννα !