Σκοτεινά Πιερίας
Ο Γιώργος είναι ο εγγονός της κυρίας Χρυσούλας, πρώην κατοίκου στα Σκοτεινά Πιερίας, και ξεναγεί σε ένα χωριό «φάντασμα» με πλούσια ιστορία και σκοτεινούς μύθους
Της Λυδίας Μπέντρος
Στην τελευταία απογραφή του 2011 στα Σκοτεινά Πιερίας υπήρχε μόνο ένας κάτοικος. Αυτό στην πορεία του χρόνου άλλαξε και μετατράπηκε σε ένα χωριό «φάντασμα». Μέχρι τις 31 Αυγούστου 1926 το χωριό, που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου, ονομαζόταν Μόρνα, που σημαίνει «σκοτεινός τόπος».
Ο λόγος που οδήγησε σε αυτή την ονομασία, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία του τόπου, είναι η γεωγραφική τοποθεσία του χωριού, καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε δύο βουνά και δεν φωτίζεται αρκετά από τον ήλιο. Έτσι, χαρακτηρίστηκε ως ένας σκοτεινός τόπος, ο οποίος θα μπορούσαμε να πούμε πως μέσα από τους αστικούς μύθους που αναπτύχθηκαν γύρω από την ονομασία του ίσως τελικά να υποστήριξε την «σκοτεινή» πλευρά του.
Την ίδια στιγμή, φήμες θέλουν τον οικισμό να ονομάζεται Μόρνα από την τουρκική λέξη «μόρνο», που σημαίνει «σκοτεινό». Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Γιώργος, εγγονός πρώην κατοίκου των Σκοτεινών, η ονομασία Μόρνα «προέρχεται από την επήρεια της θεσσαλιώτικης ντοπιολαλιάς σε συνδυασμό με την ηπειρώτικη».
Η ακμή και η παρακμή της Μόρνας
Όπως δηλώνει ο Γιώργος Τσιρίμπασης Καλλιτέχνης της παραδοσιακής μουσικής Κλαρίνο – Γκάιντα οι πληροφορίες θέλουν τον οικισμό να κατοικείται πρώτη φορά γύρω στο 1850, από προσφυγικές κυρίως οικογένειες, και να ιδρύεται την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο πρώτος κάτοικος μάλιστα ονομαζόταν Γάκης και φημολογείται πως βρέθηκε στη Μόρνα από ένα χωριό του Σουλίου. Περιτριγυρισμένη από δέντρα μουριάς αλλά και από ένα πλούσιο δάσος 100.000 στρεμμάτων οξιάς – δρύς στα Πιέρια Όρη, που μπορεί να το βρει κανείς αναλλοίωτο μέχρι και σήμερα, στη Μόρνα δημιουργήθηκε το «Πανεπιστήμιο Δασών». Ήταν ένα κρατικό εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου, που είχε μάλιστα βραβευτεί με χρυσό μετάλλιο για τη μεγάλη συνεισφορά του στην οικονομία της χώρας κατά το 1956 από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η θαλαμηγός του βασιλιά Όθωνα φτιάχτηκε με ξύλα από τη Μόρνα, όπως έχει δηλώσει ο ιστορικός και καθηγητής Γιάννης Καζταρίδης. Έτσι, λοιπόν, τα σημερινά Σκοτεινά κατά την περίοδο του ’50 και του ’60 αποτελούσαν έναν τόπο που έσφυζε από ζωή, καθώς ήταν σημαντικό οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο.
Ωστόσο, όλα αυτά άλλαξαν το 1967, όταν το εργοστάσιο έκλεισε και το γεμάτο ζωντάνια χωριό της Πιερίας άρχισε να ερημώνει και να παίρνει τη σημερινή μορφή «φαντάσματος». «Ήταν ένας τόπος αρκετά κοσμοπολίτικος. Υπήρχαν περίπου 3.000 κάτοικοι, με μόνο τους 1.000 να είναι μόνιμοι. Έρχονταν άνθρωποι από όλη την Ελλάδα για να δουλέψουν στο περίφημο εργοστάσιο ξυλείας του χωριού», αναφέρει ο Γιώργος.
«Ωστόσο, είναι ένας τόπος που όταν, είτε για πολιτικούς είτε για οικονομικούς λόγους, έχασε το σπουδαίο εργοστάσιο ξυλείας που του έδινε ζωή, άρχισε και εκείνος σιγά σιγά να ερημώνει. Η γη είναι αρκετά πετρώδης, άρα ήταν δύσκολο οι κάτοικοι να ασχοληθούν με τις καλλιέργειες, ενώ τον χειμώνα ο ήλιος εμφανιζόταν 1-2 ώρες την ημέρα. Έτσι, οι κάτοικοί του σιγά σιγά άρχισαν να το εγκαταλείπουν και να δημιουργούν έναν νέο οικισμό, ακριβώς αντίθετο από τα Σκοτεινά, ο οποίος ονομάστηκε…Φωτεινά».
Οι εκκλησίες και οι λεηλασίες του χωριού
Στα Σκοτεινά θα βρει κανείς δύο εκκλησίες σήμερα, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Νικολάου, ο οποίος είναι και ο πολιούχος του χωριού. «Δεν θα μπορούσε να μη λείπουν και από δω οι ανείπωτες λεηλασίες των Γερμανών, οι καταστροφές και οι εκτελέσεις», δηλώνει ο Γιώργος.
Και συνεχίζει: «Αυτές ξεκίνησαν στις 19 Δεκεμβρίου 1943, οπότε οι Ναζί εκτέλεσαν 10 κατοίκους επίσημα, αλλά οι μαρτυρίες από τους γεροντότερους μαρτυρούσαν τουλάχιστον 18 άτομα που εκτελέστηκαν ‒ανάμεσά τους και ο παπα-Χρήστος Τσολάκης‒ και επίσης πολλούς τραυματίες. Το χωριό κάηκε ολοσχερώς και λεηλατήθηκε, ωστόσο οι κάτοικοι που κατάφεραν και διέφυγαν μέσω κρυφών μονοπατιών στις κορυφές των Πιερίων το ξανάχτισαν και αντικατέστησαν τις ζημιές. Εμφύλιος 1947 με 1950, αναγκάστηκαν και κατέβηκαν στην Περίσταση όλοι, κυρίως γυναικόπαιδα και τα παλικάρια, σε επιταγμένα σπίτια εξαιτίας του ανταρτοπόλεμου του Εμφυλίου. Κάποιοι γεροντότεροι έμειναν πίσω. Εκεί έμειναν μέχρι τις 7 Απριλίου 1950. Έκτοτε γύρισαν όλοι πίσω».
Οι «σκοτεινοί» μύθοι γύρω από τη Μόρνα
«Πολλοί είναι οι μύθοι που συνοδεύουν μέχρι και σήμερα το χωριό», αναφέρει ο Γιώργος, με πιο γνωστούς τα «γκουλιαβούδια » και «το μαλλιαρό χέρι του Τούρκου». Σύμφωνα με τους αστικούς μύθους, μικρές γυμνές κοπέλες χόρευαν γύρω γύρω από το χωριό και τον ποταμό Μόρνο.
Ήταν ένας χορός έκστασης που τους τρόμαζε, με αποτέλεσμα, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να κρύβονται στα σπίτια τους και να μη θέλουν να βγουν πριν ξημερώσει. Το φαινόμενο αυτό οι κάτοικοι της περιοχής το είχαν ονομάσει «γκουλιαβούδια», που σημαίνει «γυμνά», και αφορούσε επτά κορίτσια που κυκλοφορούσαν και χόρευαν τον δικό τους σκοτεινό χορό τρομοκρατώντας τους κατοίκους με το γοερό κλάμα τους, μέχρι που λίγο πριν από το ξημέρωμα ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού και κρύβονταν σε μια σπηλιά που υπάρχει εκεί και περίμεναν μέχρι να έρθουν και πάλι τα μεσάνυχτα.
Όσον αφορά «το μαλλιαρό χέρι», λέγεται πως επρόκειτο για έναν παλιό κάτοικο που όταν πλησίαζε κάποιος το εγκαταλελειμμένο σπίτι του, ξαφνικά πρόβαλλε το «μαλλιαρό χέρι» και τον κυνηγούσε. Ωστόσο, κανένας κάτοικος δεν έχει συναντήσει μέχρι σήμερα αυτά τα μυθικά πλάσματα για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή τους.
Η Μόρνα σήμερα
Μπορεί να εγκαταλείφθηκε τη δεκαετία του ’60 από τους κατοίκους, με σκοπό να φτιάξουν ένα καλύτερο αύριο, ωστόσο τα Σκοτεινά δεν ξεχάστηκαν ποτέ από τους πρώην κατοίκους τους αλλά και τις νεότερες γενιές. Κάτοικοι πλέον από τα Φωτεινά επισκέπτονται το χωριό, αναβιώνοντας παλιά ήθη και έθιμα των προγόνων τους και διατηρώντας ζωντανή την παράδοση και τις μνήμες ως κληρονομιά.
Βίντεο από συνεργάτη του οδηγού Πιερίας Giorgos Sideris