(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Μιά αμάχη αέναη !
Η πάλη ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι,
μάχη εκκωφαντικής σιγής, αρχέγονη πάλη,
τάχα της γής οι περιστροφές να ‘ναι ,
ανατολές που η μεγαλοσύνη τους κόβει την αναπνοή ή μήπως ηλιοβασιλέματα που
την μαγεία τους διστάζει η πέννα να καταπιαστεί με λέξεις
να τα περιγράψει,
α ! είναι αδυσώπητη αυτή η μάχη,
πηχτό σκοτάδι τις ασέληνες βραδιές,
κι είναι τα έργα τα καταχθόνια του σκότους,
πίσσα το σκότος , κατάμαυρες κι οι καρδιές,
το φώς και η μαυρίλα,
της μέρας και της νύχτας,
της ζωής και της ψυχής,
οι κατηγορίες μιάς πορείας που άρχισε από τότες που ο άνθρωπος νόησε τον εαυτό
του;
οι φιλοσοφικές διαστάσεις κι οι θεολογικές,
ανατολές και μεσάνυχτα της ψυχής,
μαύρισε , σου λέει ο λαός, η ψυχή μου,
πίκρισε το στόμα μου,
κι ούτε ένα αστέρι στον ουρανό , κι ούτε
λιγοστό φώς στα σωθικά ,
και τανάπαλιν, λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, αμείλικτος ο πόλεμος, υπαρξιακός,
θαμπώνεται ο νούς κάθε πρωί,
αγάλλονται οι οφθαλμοί στη θέα του ήλιου
που ανατέλλει, θαρρείς να ξανασμιλεύεται
εν βραχεί ο κόσμος,
αγάλλονται όσοι οφθαλμοί ορούν, αφού τινές,
οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται,
αμάχη αρχέγονη,
στην ψυχή τ’ ανθρώπου,
αμάχη και φόβος, αμάχη κι αγωνία,
αμάχη και πόνος,
από πού ερχόμαστε , τέκνα φωτός ή του ερέβους,
και πού πηγαίνουμε ,
σαν άνθη του αγρού που εξανθίζουν,
πόσες ψιμυθιές το πινέλο
επιστρατεύεται να βάλει στον πίνακα,
πόσες ψευτιές η γλώσσα
σοφίζεται να σωρρεύσει στην ζωή ,
πόσες ανοησίες η καθημερινότητα
άγαρμπα προσθέτει
τούτη την αέναη κι ανελέητη μάχη
γιά να σκιάσει ,
τις ανατολές για να μην δούμε , του κόσμου
την επαναλαμβανόμενη επαναδημιουργία,
την αγαλλίαση τούτη
του ήλιου , ήλιε μου παλικάρι μου,
που ξεπροβάλλει απ’ τα νερά του Αιγαίου,
χανόμαστε μέσα
σε πέλαγος μικρότητες ,
βυθιζόμαστε στα ρηχά
της ανοητολογίας και της σπουδαιοφάνειας,
μα ενός εστί χρεία,
σε τούτη την ατελεύτητη μάχη
ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι ,
τι μάχη πολύνεκρη και πολυματωμένη,
στα Μαρμαρένια Αλώνια της Ψυχής,
νάτος ο Διγενής ψυχομαχεί,
κι η γης τόνε τρομάσσει,
γιουρούσια πειρατικά και ρεσάλτα,
από τότες που νόησε ο άνθρωπος τον εαυτό του,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει
από τότες που ο Οδυσσέας
με το σπαθί του θυσίες έκανε στις πύλες του Άιδη,
τι έγνοια και τι πόνος, ανατριχίλα,
από τότες που οι ψυχές μάχονται
από τις σκοτεινές σπηλιές, που ο Πλάτωνας περιγράφει, στο φώς να βγούν,
μέσα στο σκοτάδι, στη λάσπη μέσα,
βουτηγμένοι, έργα σκότους απεργαζόμενοι,
ομπρός βοηθάτε, κράζει ο ποιητής,
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
κολλήσαμε, μιά κοινωνία, ένας λαός,
αλοίμονο, η ανθρωπότη ολάκερη, στη λάσπη ,
στο γαίμα , βαθιά μέσ’ στο γαίμα,
πορεία από το φώς στο σκότος,
καιρός θυέλλης, κι ούτε κάν φανός θυέλλης,
μεσοπέλαγα αρμενίζω ,βύθιος ο δράκων,
άρχων του κόσμου τούτου, του σκότους ,
κι η μάχη έως του αιώνος,
ένα Λημνιό γεροντάκι,
την μάχη τούτη της σπηλιάς που θυμίζει,
ο Πετράκης , του Ακράθω πολίτης,
μικρός το δέμας, φωτεινό το πρόσωπο ,
πού το βρήκες τόσο φώς
Γέρο Πέτρο ,
στη ανήλιαγη σπηλιά στη Μικραγιάννα,
που βρήκες χρώματα κι ανθείς,
που μίσχο και σαλεύεις,
τι μάχες έδωσες , τι Τιτανομαχίες ,
το πως κερδίζεται το Φώς ,
πως για να σημειωθεί
το Φώς του Προσώπου Του
στο δικό σου,
κοιτώ και ξανακοιτώ δυό εφήμερες
φωτογραφίες
και θωρώ πως στο εφήμερο έγινε μπορετό
να συλληφθεί το αιώνιο ,
η νίκη που πέτυχε το φώς , λάμψον και ημίν,
νίκη πάνω στο παχυλό σκοτάδι,
τα νύν στον Άθωνα, όπως τότες στο Θαβώρ,
έχει μονοπάτι για την κορφή,
ανωφερές κι επικίνδυνο,
έτσι κι αλλιώς ,
τη ταπεινώσει τα υψηλά,
την Ανατολή για να χαρείς στο Αιγαίο ,
της ψυχής μιά ανατολή στο χαρίεν Αιγαίο
της ύπαρξης ,
την ανάστροφη πορεία από το σκότος,
αγραυλούντες στα μπεντένια,
του Πετράκη τα μονοπάτια, γιά τον Άθωνα
ή γιά στα σωθικά αναζητάς ,
μην θαρρείς , αέναη η μάχη, φοινιχθείσα
ρείθροις αιμάτων,
μα το Φώς
είναι το διακύβευμα, του σκότους ενάντια,
κι ο Διγενής τροπαιοφόρος Άη Γιώργης
κι ο Οδυσσέας στις πύλες υποδέχεται Λυτρωτή
στον Άιδη ,
Φώς εκ Φωτός !