Στην Ελλάδα επί μήνες, τουλάχιστον από ένα σημαντικό κομμάτι των ‘‘συστημικών’’ μέσων, παρουσιαζόταν ως ένας πιθανόν επερχόμενος καταστροφικός ‘‘Αρμαγεδδών’’. Για την εκλογή του D. Trump μάλιστα (περί ης ο λόγος) υπήρχαν στιγμές που, αν αποδεχόσουν απόλυτα αυτά που τα ‘‘mainstream media’’ μας ‘‘βομβάρδιζαν’’ καθημερινώς, αγκάλιαζες τα παιδιά σου και προσευχόσουν να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο το (πιθανό) κακό που μπορεί να μας έβρισκε. Ο κ. Trump, λοιπόν, από τις 20 Ιανουαρίου του νέου έτους θα είναι όντως ο 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Συνεπώς, αξίζει τον κόπο να αναρωτηθούμε εμείς, οι Έλληνες, για τις πιθανές επενέργειες και τα πολιτικά παρεπόμενα της εκλογής του για τη χώρα μας αλλά και την ευρύτερη γεωγραφική γειτονιά μας.
Αναδιφώντας το παρελθόν, πρακτικά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις κατά την πρώτη θητεία (2016-2020) του νεοεκλεγέντος Προέδρου, παρατηρούμε ωστόσο ότι επί Trump η Ελλάδα όχι μόνο δεν απαξιώθηκε ή περιθωριοποιήθηκε από τις ΗΠΑ αλλά εμβάθυνε ουσιαστικά, σε διπλωματικό, στρατιωτικό και γεωπολιτικό επίπεδο, τις σχέσεις της με αυτές. Κατάφερε να συνυπογράψει με τους Αμερικανούς μια σημαντική, από κάθε άποψη, εξοπλιστική συμφωνία, την αναβάθμιση 85 F-16 στην εκδοχή Viper και συνομολογώντας την περίφημη ‘‘MDCA’’ (Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας, https://gr.usembassy.gov/tag/mdca/) όχι μόνο τέθηκε υπό το αμυντικό ‘‘δίχτυ’’ της Υπερδύναμης αλλά έγινε (θεωρητικά τουλάχιστον) και ‘‘γρανάζι’’ στη γεωπολιτική στοχοθεσία των Αμερικανών για τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο. Η επιστασία δε των ΗΠΑ στα τριμερή συνεργατικά σχήματα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου (τα γνωστά ‘‘3+1’’ σχήματα) και η καταρχήν στήριξή τους στο κατασκευαστικό εγχείρημα του αγωγού ‘‘Eastmed’’ επιβεβαιώνουν στέρεα την άνω εκτίμηση, ‘‘υπερκάλυψη’’ της οποίας (εκτίμησης) είναι φυσικά και η συμφωνία της προμήθειας των πολεμικών αεροσκαφών F-35 που δρομολογήθηκε επί θητείας του Trump και μάλλον δεν πρόκειται να ακυρωθεί κατά τη νέα θητεία του.
Η Ελλάδα, λοιπόν, που δαπανά το 2% του προϋπολογισμού της σε αμυντικές δαπάνες και συνεπώς στην πράξη ανταποκρίνεται στη νατοϊκή της υποχρέωση, δεν προοιωνίζεται να τεθεί στο στόχαστρο μιας πιθανής επιθετικής ατζέντας του νέου Αμερικανού Προέδρου απέναντι στους συμμάχους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ο οποίος έχει αφήσει να διαφανεί διεθνώς ότι ο καταμερισμός των συμμαχικών βαρών είναι κεντρική ιδέα της νατοϊκής προσέγγισής του και, υπό την οπτική των ΗΠΑ, ουσιαστικό κίνητρο για την, όποτε προκύψει, εφαρμογή του άρθρου 5 του Καταστατικού της Συμμαχίας.
Στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, μάλιστα, θα συνεχίσει να είναι κομβικός ο ρόλος της Σούδας και της Αλεξανδρούπολης. Αν ευοδωθεί, έστω και σε βάθος χρόνου, η πιθανολογούμενη πρωτοβουλία του Trump για την παύση των εχθροπραξιών και τελικά την ειρήνευση μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών, η σημασία της Αλεξανδρούπολης, ως στρατηγικού ‘‘προπυργίου’’ και σταθμού μεταφοράς στρατευμάτων και πολεμικού υλικού, θα αμβλυνθεί, ωστόσο το συγκεκριμένο λιμάνι δεν θα παύσει να συνιστά σημαντικό ενεργειακό κόμβο και διαμετακομιστικό εμπορικό σημείο αναφοράς, συνιστώντας πρακτικά και κατά μια έννοια ‘‘δεσπόζουσα πύλη’’ εισαγωγής του αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη. Ούτως ή άλλως, άλλωστε, οι ΗΠΑ αυτοπροσδιορίζονται δογματικά ως ναυτικό έθνος και τους είναι παντελώς απαραίτητες οι ναυτικές βάσεις και ειδικά στη Μεσόγειο, τη Θάλασσα δηλαδή που μέσω του Στενών του Σουέζ και της Ερυθράς Θάλασσας ενώνει τον Ατλαντικό Ωκεανό με τον Ινδικό και πέραν τούτου με τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Από την άλλη, πολλοί υπολογίζουν, ως καταλύτη πιθανών αρνητικών για τη χώρα μας εξελίξεων, την ιδιαίτερη ‘‘χημεία’’ του Trump με τον Erdogan που μπορεί να αποτελέσει ‘‘επαυξητικό παράγοντα’’ της σημασίας της Τουρκίας για την Αμερική. Πράγματι, η έχουσα τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ Τουρκία αποτελεί ιστορικά και διαχρονικά γεωπολιτικό ‘‘κλειδί’’ για τις εξελίξεις και τις αναμορφώσεις ισχύος στη Μέση Ανατολή και την Νοτιοανατολική Ευρώπη και τους γεωοικονομικούς σχεδιασμούς που αφορούν τις σύμφωνες με τα δυτικά συμφέροντα ενεργειακές και εμπορικές ροές, διαδραματίζει ρόλο οιονεί διαμεσολαβητή ανάμεσα στη Δύση και στον μουσουλμανικό κόσμο ενώ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο προμηθεύει με drones και πολεμικό υλικό τους Ουκρανούς.
Αλλά, εν προκειμένω δεν πρόκειται για μια εξίσωση τόσο απλή, ούτε για μια σχέση ‘‘ευθύγραμμη και ομαλή’’. Ο Trump, θυμίζω, όχι μόνο ήταν ιδιαίτερα επικριτικός στο θέμα της απόκτησης των ρωσικών πυραύλων S-400 από τους Τούρκους αλλά τον Δεκέμβριο του 2020 επέβαλε αυστηρές κυρώσεις στην Τουρκία με βάση τον νόμο για την ‘‘αντιμετώπιση των εχθρών των ΗΠΑ’’ (ίδετε https://2017-2021.state.gov/the-united-states-sanctions-turkey-under-caatsa-231/). Ήταν αυτός που υπέγραψε την επιστολή της αποπομπής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, παρόλο που η Τουρκία συμμετείχε σε αυτό ως συν-κατασκευάστρια χώρα και εδικαιούτο, βάσει συμφωνίας, να λάβει 100 τέτοια υπερσύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη. Μάλιστα, κατά την πρώτη θητεία του, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία τέθηκαν σε έντονη δοκιμασία λόγω της φυλάκισης του πάστορα Branson και ο τότε, και ήδη επανεκλεγείς, Αμερικανός Πρόεδρος είχε φτάσει στο σημείο να απειλήσει, με το γνωστό του ύφος, ακόμη και ότι θα ‘‘καταστρέψει’’ την τουρκική οικονομία (https://x.com/realDonaldTrump/status/1181232249821388801?lang=en).
Περαιτέρω, επί Trump, το Ισραήλ ίσως ‘‘πιεστεί’’ λιγότερο από την Αμερική σχετικά με τις πρακτικές που εφαρμόζει σε Γάζα και Λίβανο και αναφορικά με τη σκληρή στάση του απέναντι στο Ιράν. Μάλιστα, η επιθυμία του Ισραήλ να έχει στην εξαιρετικά ‘‘πυρογενή’’ περιοχή της Μέσης Ανατολής ως συμμάχους του τους Κούρδους, του ‘‘επιτρέπει’’ να προσβλέπει ακόμη και στη δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους, προφανώς θυμίζοντας στους Αμερικανούς τη ζεστή ‘‘αγκαλιά’’ της Τουρκίας στη Hamas και την αναφανδόν υπέρ των Παλαιστινίων στάση του Erdogan (ίδετε https://www.bbc.com/news/world-europe-67861266). Αυτό δε το ενδεχόμενο που αναζωπυρώνεται και από την ούτως άλλως στήριξη των Αμερικανών στην οργάνωση YPG/PYD, το παρακλάδι του κουρδικού ΡΚΚ στη Συρία (https://www.aljazeera.com/news/2019/2/18/erdogan-nato-gives-arms-to-terrorists-but-not-to-turkey), είναι ευνοήτως ανατρεπτικό του όλου status quo στη Μέση Ανατολή, καθώς ένα υποστατό και ανεξάρτητο ‘‘Κουρδιστάν’’ θα σήμαινε ad hoc διαμελισμό της Τουρκίας και θα ήταν ‘‘αγκάθι’’ επικαθήμενο στους οφθαλμούς του Ιράν, της χώρας δηλαδή που σε ολόκληρη την κεντροασιατική ζώνη οι ΗΠΑ θεωρούν ως τον βασικό τους εχθρό. Η Ελλάδα, συνεπώς, πρέπει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα που μπορεί να συνεπιφέρουν ακόμη και αποσταθεροποίηση του αμερικανο-τουρκικού δεσμού, ειδικά επί του σεναρίου που η Τουρκία ‘‘εγκολπωθεί’’ στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό στερέωμα των BRICS ή και στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO).
Κατά τα ανωτέρω, ίσως πιο πολύ ‘‘αντανακλαστικές επενέργειες’’ μπορεί να ‘‘σαρώσουν’’ τη χώρα από αυτό που η εκλογή Τrump συνεπάγεται (ή κατά το κυριολεκτικότερο πιθανολογείται ότι συνεπάγεται) για την Ευρώπη και ειδικά την ΕΕ. Αν, λοιπόν, η λογική του προστατευτισμού από την οποία εμφορείται ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ οδηγήσει σε ακραία ή έστω ανησυχητικά έντονη δασμοθεσία από την πλευρά των Αμερικανών σε βάρος των ευρωπαϊκών προϊόντων, τότε μάλλον θα κλονιστεί η εξαγωγική δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία ήδη κατατρύχεται από την αποβιομηχάνιση, τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, την συνεχώς απομειούμενη ανταγωνιστικότητα, εν συγκρίσει πάντα με τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, και τη γήρανση του πληθυσμού σχεδόν όλων των κρατών. Το δε παραπάνω ενδεχόμενο θα πρέπει να αξιολογηθεί συνδυαστικά και με την προτίμηση του Trump στις συμβατικές πηγές ενέργειας και την πυρηνική ενέργεια σε σχέση με τις ‘‘πράσινες’’ ενεργειακές πηγές, εξ’ ου και η απόσυρση των ΗΠΑ, το 2016, επί της πρώτης θητείας του, από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Η ευρωπαϊκή οικονομία, συνεπώς, που ήδη έχει προσανατολιστεί στο λεγόμενο ‘‘Green Deal’’, δεν είναι απίθανο να υποστεί τις ευρείας κλίμακος συνέπειες ενός (πιθανού) εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, ο οποίος μάλιστα θα μπορούσε να λάβει και πολυπολικές διαστάσεις, αν θεωρηθεί ότι σε μια τέτοια πολιτική επιλογή των ΗΠΑ, πέραν από τη δεδομένη Κίνα, θα αντιδράσουν και εξαγωγικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Από την άλλη, η αυτονόμηση της Ευρώπης σε θέματα στρατιωτικής και ενεργειακής ασφάλειας θα απαιτήσει πακτωλό χρημάτων, ο οποίος πιθανολογικά θα φέρει τα κράτη, ειδικά της ΕΕ, ενώπιον μιας κατάστασης που μπορεί να συνεπάγεται από μεταξύ τους σκληρές διαπραγματεύσεις και ισχυρές διχοστασίες μέχρι και την κυοφορία διαλυτικών τάσεων. Η Ελλάδα, σε ένα τέτοιο πιθανό περιβάλλον, ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, εκ των πραγμάτων ενδέχεται να βιώσει, μαζί με άλλους ευρωπαίους εταίρους, τη δίνη μιας πολύ επίπονης και θεμελιο-κλαστικής ανατάραξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ειδικά αν εκλάβει κανείς ως παράμετρο σκέψης την τρέχουσα συγκυρία, κατά την οποία κατέρρευσε η κυβέρνηση Scholz στην ανησυχητικά ‘‘υφεσιακή’’ Γερμανία και αμφισβητείται σφόδρα η ‘‘ηγεμοσύνη’’ και αποτελεσματικότητα του Macron στη Γαλλία.
Μια πιθανή δε αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην περίπτωση που αυτός (ο πόλεμος) παρά τις προθέσεις ή και πρωτοβουλίες του Trump συνεχιστεί επ’ αόριστον, θα εξαναγκάσει τους Ευρωπαίους να αποφανθούν περί το αν θα συνεχίσουν, κυρίως αυτοί από ένα σημείο και μετά, να συνεπικουρούν τις ουκρανικές δυνάμεις με στρατιωτικό εξοπλισμό και γενναία κονδύλια, γεγονός που σε περίπτωση συμφωνίας θα φορτώσει τους προϋπολογισμούς της ΕΕ με έξτρα οικονομικά βάρη και σε περίπτωση, έστω και επιμέρους, διαφωνιών θα προκαλέσει ρήγμα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα και την ομαλότητα των διακρατικών σχέσεων των ευρωπαίων εταίρων.
Ο sui generis κ. Donald επέστρεψε, λοιπόν, και δη επέστρεψε με την ισχυρή ψήφο του αμερικανικού λαού, παρόλες τις δικαστικές καταδίκες και τις απόπειρες δολοφονίας του. Νιώθει ‘‘δικαιωμένος’’ και ξέρει ότι τούτη η δεύτερη θητεία του είναι, κατά το αμερικανικό Σύνταγμα, και η τελευταία του και συνεπώς ενδομύχως μπορεί και να αισθάνεται ‘‘απελευθερωμένος’’ ως προς αυτά που έχει κατά νου να υλοποιήσει. Όσο, όμως, και αν η ανθρώπινη ιδιοσυστασία επενεργεί στην άσκηση της πολιτικής, το λογικά πιθανότερο είναι οι ΗΠΑ να συνεχίσουν να εφαρμόζουν το σταθερό δόγμα της εξωτερικής τους πολιτικής στο ευρύτερο περιφερειακό περιβάλλον, στο οποίο εντάσσεται και η Ελλάδα. Επομένως, αν και ο Trump είναι οπαδός του λεγόμενου ‘‘out of the box acting’’ (της άσκησης πολιτικής και πέρα από τα στερεότυπα πρότυπα), ιδιαίτερες αλλαγές στη φιλοσοφία της αμερικανικής προσέγγισης στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μεσόγειο δεν εικάζονται ως εξαιρετικά πιθανές, καθώς καίριο γνώρισμα των ισχυρών κρατών είναι η διακυβερνητική συνέχεια και η θεσμική μνήμη. Προσωπικά, ωστόσο, φρονώ ότι η αμερικανική ηγεσία θα είναι πιο επιλεκτική για την περιοχή μας και ίσως όχι και τόσο πολυπράγμων.
Ειδικά ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι προβλέψιμες ως και αναμενόμενες παραινέσεις (και) της νέας αμερικανικής ηγεσίας για την εύρεση συναινετικών λύσεων προς πάκτωση ενός αμοιβαία αποδεκτού status στα ελληνοτουρκικά (σύμφωνα και με την περίφημη τουρκική λογική του καζάν-καζάν), συμπεριλαμβανομένου και του κυπριακού, δεν πρέπει να εκληφθούν ως ‘‘ανέκκλητες εντολές’’ προς έναν δεδομένο σύμμαχο. Η Ελλάδα δεν πρέπει να βιαστεί σε και για οτιδήποτε, ιδιαιτέρως αν συνεχιστεί η εφαρμογή της όποιας εκδοχής μιας ‘‘ευέλικτης ουδετερότητας’’ από τις ΗΠΑ, όπως κατέδειξε και η κρίση του Oruc Reis. Από τις αρχές του 2025, άλλωστε, και για τα επόμενα δύο χρόνια, αναλαμβάνει θέση μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και έχει τη μοναδική στη σύγχρονη ιστορία της πραγματική δυνατότητα να ασκεί ήπια διπλωματική επιρροή (soft power) οικουμενικού βεληνεκούς στο ανώτατο διεθνές επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη και de facto διαπιστώνοντας ότι με δύο πολέμους σε εξέλιξη και δη πολέμους που δυνητικά θα μπορούσαν να ‘‘πυρακτώσουν’’ ολόκληρο τον Πλανήτη, οι προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι, και δικαιολογημένα, αλλού καταρχάς εστιασμένες.