email: [email protected]
κινητό: 693 486 8098 Τάσος

Κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω…

διαφήμιση

1976. Ήμουν μικρό παιδί. Επεξεργαζόμουν το πικάπ στο πατρικό μου. Ένα μικρό επιπλάκι με τέσσερα ποδαράκια έκρυβε μέσα του μια μυστική φωλιά από την οποία ανάβλυζαν υπέροχες μουσικές νότες.

  Μια κυκλική περιστρεφόμενη επιφάνεια, που πολύ αργότερα έμαθα πως ονομάζεται πλατό, φιλοξενούσε δίσκους βινυλίου που με το πάτημα ενός κουμπιού ή χειροκίνητα αναπαρήγαγαν μουσική σε 33, 45 και 78 στροφές ανά λεπτό. Μια βελόνα τοποθετημένη στην κεφαλή ενός βραχίονα αναπαυόταν μαλακά πάνω στο δίσκο και το μουσικό θαύμα πλημμύριζε με ήχους όλο το σπίτι. Ήταν το πιο εντυπωσιακό, ξεχωριστό και ιδιαίτερο «μπιμπελό» από όσα άψυχα αντικείμενα μετέφεραν οι μετανάστες γονείς μου από την πλανεύτρα της ξενιτιάς Γερμανία.

  Μικροί και μεγάλοι δίσκοι ήταν τοποθετημένοι σε πρόσθετο χώρο που διέθετε το πικάπ. Οι Abba και οι Boney M ήταν τα ξένα συγκροτήματα που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή και κατείχαν ιδιαίτερη θέση στην δισκοθήκη μας. 

  Από την ελληνική δισκογραφία ξεχώρισα την επιβλητική μορφή ενός άντρα με κάτασπρη μπλούζα, με φόντο πίσω του ένα δέντρο. Τίτλος του δίσκου 33 στροφών «η στεναχώρια μου», με πρώτη κυκλοφορία το ‘70 και το όνομα του τραγουδιστή ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ.

  Με παραξένευε ο τίτλος του. Μέχρι τότε είχα συνδέσει τα τραγούδια με εύθυμες στιγμές της ζωής. Έβγαλα από την χάρτινη θήκη τον δίσκο που είχε δυο πλευρές με έξι τραγούδια η καθεμία. Με βοήθησε η αδελφή μου να βάλω το πικάπ σε λειτουργία και να ακούσω τα τραγούδια.

  «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά μου το ‘χουν πάρει άλλοι γιατί είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη».

  Από τότε κουβαλούσα τον Καζαντζίδη στο μουσικό μου ρεπερτόριο ως συμπαραστάτη στα δύσβατα μονοπάτια της ζωής.

  Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Θεσσαλονίκη είχα βρεθεί το 1989 σε ένα φοιτητικό σπίτι, λίγο πιο πάνω από την Ροτόντα, στην Αρμενοπούλου. Δυο καλοί φίλοι με κιθάρα και ακορντεόν ερμήνευσαν σπουδαία τραγούδια κι εγώ εκστασιάστηκα με την εκτέλεση του «Υπάρχω», με συνοδεία μόνο της κιθάρας και της γλυκιάς φωνής ενός φοιτητή από την Πρέβεζα.

   «Υπάρχω στη χαρά σου και στη λύπη, η μορφή μου δεν θα σου λείπει κι ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστώ».

  Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο ιδιοκτήτης του καταστήματος εστίασης, όπου εργαζόμουν, ήταν προσωπικός φίλος του Καζαντζίδη και τα άσματα του κυριαρχούσαν στο μαγαζί για τα δυο χρόνια που συνεργαστήκαμε. Οι φωτογραφίες από τον Άγιο Κωνσταντίνο μαζί με τον Στέλιο, οι μνήμες από το παρελθόν και η καθημερινή ακρόαση των τραγουδιών του με έφεραν ακόμη πιο κοντά στο φαινόμενο Καζαντζίδης.

  «Τόσες μέρες, τόσες νύχτες απ’ τον κόσμο απουσίασα, το τραγούδι και τους φίλους για να γιατρευτώ θυσίασα, το ψέμα τ’  αηδίασα».

  Τα χρόνια που ακολούθησαν με πίκρανε βαθιά η διαμάχη του με τον Χρήστο Νικολόπουλο. Η έκρηξη του, ο θυμός του, τα άσχημα λόγια του με έκαναν να αισθανθώ πως ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας, με τα ελαττώματα και τα χούγια που κουβαλά κάθε φθαρτό ανθρώπινο ον. Στη δικαστική αυτή ρήξη ο Χρήστος Νικολόπουλος δικαιώθηκε. Πριν πεθάνει ο Στέλιος ζήτησε να τον δει. Ο Χρήστος δεν πήγε. Μετά από χρόνια δήλωσε πως έκανε λάθος. 

  «Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω».

  Πριν από λίγες ημέρες είχα την τύχη να δω την ταινία «Υπάρχω». Δεν φανταζόμουν ποτέ πως ο Χρήστος Μάστορας θα απέδιδε τόσο εύστοχα το ρόλο του ως Στέλιος. Με συγκλόνισε η παρουσία του νέου κόσμου αλλά και των παλιών, σε ηλικία, θαυμαστών του.

 «Πες μου την αλήθεια νεαρέ μου. Ποιόν ήρθες να δεις τον Καζαντζίδη ή τον Μάστορα».

«Τον Καζαντζίδη», μου απάντησε διστακτικά.

«Εσύ κοπελιά μου;».

«Εγώ ήρθα για την γιαγιά μου».

   Εγώ πάντως πήγα για τον Στέλιο και άρχισα να συμπαθώ τον Χρήστο.

  Η κόρη μου είδε την ταινία δυο φορές. Την πρώτη για τον Μάστορα και την δεύτερη για τον Καζαντζίδη. Τις τελευταίες 15 ημέρες που βρίσκονταν στο σπίτι μας, λόγω των εορτών, δεν βαρέθηκε να τραγουδά και να ακούει τα τραγούδια του Στέλιου.

  Η ταινία «Υπάρχω» έχει προκαλέσει μια μικρή ειρηνική επανάσταση στη νέα γενιά και ρεκόρ εισιτηρίων στους κινηματογράφους. Το καλό, γνήσιο λαϊκό τραγούδι υπάρχει ακόμη, είναι ζωντανό. Τα αγνά, ανθρώπινα αισθήματα δεν αλλοιώθηκαν μέσα στην παγερή και ψεύτικη κοινωνία των γυάλινων, ασυναίσθητων και απόμακρων αφεντικών του συστήματος.

  «Κι αν χιονίζει και αν βρέχει το αγριολούλουδο αντέχει».

   Ο άνθρωπος Στέλιος,  μεγαλώνοντας βουτηγμένος μέσα στον πόνο και την αδικία,  έκανε κι αυτός τα λάθη του στη ζωή. Ο Καζαντζίδης όμως υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει στο μουσικό βινύλιο κάθε εποχής γιατί μιλάει στη γλώσσα των απλών ανθρώπων, αισθάνεται και καταλαβαίνει.

  «Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής του έρωτα και της ζωής, τραγουδάω για τη φτώχεια και την ξενιτιά και για τους ερωτευμένους που έχουνε  φωτιά».

  Γιάννης Τσαπουρνιώτης  

Ειδήσεις σε ετικέτες

Σχετικά άρθρα