(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Βράχος ριζιμιός ,
από καταβολής του σύμπαντος κόσμου,
ίσως κι από τον καιρό της Τιτανομαχίας
τότες που σηκωθήκανε οι Τιτάνες, τα στοιχεία της φύσης να αντιπαλέψουνε τους Θεούς στον Όλυμπο,
ξακολάγανε βράχους και βουνούς
και τους εκσφενδονίζανε ο γείς κατά του άλλου,
ανείπωτη μανία, τα περιγράφει ο Ησίοδος,
προσωποποιούσανε οι Έλληνες τα φυσικά,
μπορεί και ετούτος ο βράχος ,
σφήνα στα πλευρά της Αθωνικής χερσόνησος,
στην ανατολική μπάντα,
τούτη που βλέπει η ντραμουντάνα κι αφρίζει ολημερίς κι ολονυχτίς , ολοχρονίς,
μπορεί από της Τιτανομαχίας την λυσσώδη μανία
εδώ να ξέμεινε, 
βράχος μισός στο πέλαγος βυθισμένος
μισός ηλιόλουστος,
αλίκτυπος , ήγουν θαλασσόδαρτος,
θαλασσοχτυπημένος,
ρόχθος κυμάτων , υπόκωφος ,
ή κοιμάσαι γή ξύπνιος είσαι, ρόχθος ακούγεται,
υποχθόνιος μήπως, σα μουγκρητό ζώων πολλών,
φωνή υδάτων πολλών, λέει ο Δαβίδ,
τα κύματα σπάνε με ένταση στα ριζά του βράχου,
ταξιδεύει , ναί, η αίσθηση αυτή είναι,
η ίσαλος γραμμή πάντα αφρισμένη,
η αίσθηση , μήπως κι η πραγματικότητα,
είναι πώς τούτο το σκάφος ,
κι ας είναι βράχος,
τούτη η πετρόχτιστη σκούνα ,
όχι μόνον στα πέλαγα , στο Αιγαίο και το Θρακικό,
όχι μόνον,
μα πιότερο στις θάλασσες των καιρών
ταξιδεύει,
έχει ξανοιχτεί και θαλασσομάχεται
στης ιστορίας τους ωκεανούς,
αφού εδώ κι οχτώ αιώνες αντί για ξάρτια και πανιά
στολίστηκε απαράλλαχτα,
με πύργους και μπεντένια, με τρούλους και καμπαναριά, με εκκλησιές και παρεκκλήσια,
με ξενώνες και κελιά, με μαγερειά και μαγκιπεία,
με βιβλιοθήκες κι αγιογραφεία,
με λαδαριά και ρακοκάζανα και του κρασιού
τες αποθήκες ,
με εργατόσπιτα και αρσανάδες,
με θυμιάματος τ’ αργαστήρι και των αντιγραφέων χειρογράφων την επιδεξιότητα στο διπλανό,
με ταρσανάδες και μαραβομαραγκούς,
ναί , πάνε κιόλας οχτακόσιοι , συν πλήν χρόνοι,
που σε τούτο τον βράχο τον ριζιμιό,
δυό αδέρφια, στρατηγοί το πρώτον
του Αυτοκράτορα της Ρωμανίας , κινήσαν από την Κωνσταντινούπολη
τόπους ρωμέικους να απελευθερώσουν ,
την Χριστούπολη και την Νεάπολη, την Θάσο και την Λήμνο, αυτόνομη επικράτεια έστησαν,
στο Βόρειο Αιγαίο ,
κι ύστερα,
ευλαβείς αυτοί , της ωραιότητος εραστές,
διαλέξαν τόπο , τόπο έμορφο, τόπο ισχυρό ,
τόπο προσβάσιμο από την θάλασσα,
κι ένα μοναστήρι ανήγειραν ,
της αρχιτεκτονικής ποίημα,
ξεκρέμαστο πάνω από τους βράχους,
αλίκτυπο μοναστήρι κι αυτό,
αρμυρισμένο στο διάβα της ιστορίας από την αλισάχνη του θαλασσινού νερού,
ένα μοναστήρι Αγιονορείτικο,
ολκάς των θελόντων σωθήναι,
χρόνους μας ταξιδεύει, δεν βουλιάξαμε,
τω όντι πλοίο σε καιρούς αλίμενους,
ματωβαμένο σκάφος
από επιθέσεις ληστρικές των πειρατικών μπουλουκιών,
της Ρωμέικης ψυχής και του πολιτισμού μαρτύριον,
αρχιτεκτονικής και στατικής , μηχανικής και δομικής, μαίστορες πανάξιος,
αγιογραφίας και μεταλλοτεχνίας, ξυλουργικής κι υφαντικής,
ο μέγιστος των Αστραπάδων Πανσέληνος,
της Μακεδονικής Σχολής της αγιογραφίας
ο κάλλιστος,
άναυδους αφήνει τους ειδότες,
ύψος απροσμάχητον ποιότητας ,
χρωστήρας απαράμιλλος,
της ωραιότητας εραστής,
τοιχογραφώντας το Καθολικό της Μονής
του Παντοκράτορος,
αυτής που οι αδερφοί Κοντοστέφανοι ,
ο Αλέξιος κι ο Ιωάννης,
αφιέρωσαν στον Παντοκράτορα Χριστό,
είναι η εποχή μιάς έκρηξης Πολιτισμού,
οι ιστορικοί της Τέχνης,
Αναγέννηση των Παλαιολόγων την ονόμασαν,
κι ύστερα , προσελκυσθείς , όπως η πεταλούδα από το φώς, νά τος ,
ο Θεοφάνης ο Κρής ,
με τον δικό του χρωστήρα , της Κρητικής αυτός Σχολής καπετάνιος,
ανεπανάληπτα έργα θα δημηργήσει,
φορητές εικόνες στο εικονοστάσι , στην εκκλησιά,
και μαζί
πολύτιμα μιάς πολυχιλιόχρονης διαδρομής των Ελλήνων, της Ρωμιοσύνης, της Ελληνίδας γλώσσας χειρόγραφα χαρτών και περγαμηνά ,
θα δημιουργούν, θα αντιγραφούν ,
καλλιτέχνες καλλιγράφοι , αντιγραφείς,
εργασία αιώνων, οξυγράφω καλάμω βάπτοντες,
εν οίς Θεόφιλος ο Μυροβλύτης εκ Ζιχνών,
την σοφία των αρχαίων,
πλούτος αρίφνητος,
να σώσουν,
ταξιδεύει , το καράβι, τριήρης ή ολκάς ,
χελάνδιον ή φρεγάτα,
ταξίδι ψυχής , την Ρωμιοσύνη μην την κλαίς,
ανοιχτωμένο στα πέλαγα , ντραμουντάνα,
εκεί που πάει να σκύψει με τον σουγιά στο κόκκαλο,
όχι , μην την κλαίς,
ταξίδι νόστιμον ,
κι εμείς σε παννυχίδα, χτές, αρμενάκια
στους ωκεανούς,
της Παναγίας της Γερόντισσας,
εφέστιος η εικόνα,
των ιδρυτών αφιέρωμα , των Κοντοστεφάνων,
Κωνσταντινουπολίτικο ποίημα,
την σύναξη πανηγύριζε,
ρόχθος στα ύφαλα της γαλέρας, αφρισμένα τα ίσαλα,
Δεκέμβρης και γαρ ,
ναυσιπλοούντες και λαμνοκωπούντες,
ολονυχτίς, με κέφι, είναι η αλήθεια,
νύχτα γιομάτη θαύματα , νύχτα στρωμένη μάγια,
έως Βηθλεέμ πορευόμενοι,
το σκότος του σπηλαίου ζητώντας
να φωτίσουμε, εδώ κι ο δάσκαλος,
Παλαμάς ο Γρηγόριος,
αρχαία μιά διαδρομή ,
επί βράχου ναυτιλομένου,
της πολυτίμητης Ελληνίδας γλώσσας το πλήρωμα
και των Καλών Τεχνών,
ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος,
την Ρωμιοσύνη, με πόση ψυχή την τραγούδησε
ο Μίκης, όχι μην κλαίς,
νά την , αντρειεύει και θεριεύει ,
κωπηλάτες εμείς,
κι η Ελλάδα ένα πλοίο , καλαφάτισμα χρειάζεται
το παραδέχομαι,
αντριεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του Ηλίου !
Της Δικαιοσύνης Ήλιε , νοητέ …
Καλοτάξιδοι !
Με το καλό η του Χριστού Γέννα !