(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Ήταν χτυπήματα στην ξώπορτα .
Δυνατά !
Επαναλαμβανόμενα !
Κι η φωνή …
Αγωνιώδης , αλαφιασμένη :
– Κυρά Γενοβέφα !
Και πάλιν
– Κυρά Γενοβέφα !
Ξύπνησα !
Η μάννα , αγουροξυπνημένη, τρομαγμένη
με πήρε κοντά της .
Στάθηκε πίσω από την πόρτα .
-Ποιός είναι ;
– Ο Μανώλης ο Τ. , ο σκαλιστής !
Από το εργοστάσιο !
Καίγεται !
Κόπηκε η φωνή του …
-Καίγεται, ξανάπε, πυρκαγιά !
Κοντοστάθηκε η μάννα.
Είχε γνωρίσει την φωνή.
Ξεκλείδωσε την πόρτα. Άνοιξε .
Τον κοίταξε. Φορούσε ένα παλιό σακκάκι και πλεχτή μπλούζα.
Ήταν 11.00 το βράδυ.
Νοέμβρης.
Στη γειτονιά του Τζιντζιρλή τζαμί το σπίτι.
Πρόσφυγες όλοι , Μικρασιάτες, Κιουταχιαλήδες.
Του Προφήτη Ηλία η ενορία.
Ψύχρα !
Είχαμε αναμμένες τις ξυλόσομπες.
Ξάστερη η νύχτα.
Βοριαδάκι.
Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους, στα καλντερίμια και στα σοκάκια των Σερρών.
Είχε αφήσει το ποδήλατό του, ένα παλιό κόκκινο Χούμπερ, στο δρόμο και πηδώντας είχε ανεβεί τα σκαλιά .
– Τι καίγεται ;
Μανώλη , τι καίγεται ;
– Το εργοστάσιο !
-Κυρά Γενοβέφα, το εργοστάσιο !