Οι πρώτες μέρες του 2025 ήδη ‘‘τρέχουν’’ και το βασικό ερώτημα για όλους τους Έλληνες είναι το πώς θα ‘‘κυλήσει’’ ο νέος χρόνος. Το ερώτημα αυτό μάλιστα αυτονοήτως συνδέεται με την τρέχουσα εικόνα της ελληνικής οικονομίας, μια που αυτή, πέρα από την πολιτική ζωή, επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητα και τις ζωές μας. Πριν λίγες ημέρες, ο Πρωθυπουργός, ‘‘περήφανος’’, είχε δηλώσει πάντως ότι ‘‘η οικονομία μας υπεραποδίδει’’ (ίδετε: https://www.news247.gr/politiki/mitsotakis-apo-kriti-i-oikonomia-iperapodidei/) ενώ, επίσης σε παντελώς πρόσφατη εβδομαδιαία ανασκόπηση του κυβερνητικού έργου, τόνισε: ‘‘Χάρη στην αξιοπιστία των πολιτικών μας, η πατρίδα βρίσκεται, σύμφωνα με τον Economist, στην κορυφαία τριάδα του κόσμου ως προς τις επιδόσεις της οικονομίας το 2024, μια κάθε άλλο παρά ‘‘εύκολη’’ χρονιά που κλείνει με νέες αβεβαιότητες στη γειτονιά μας’’.
Όλα καλά, επομένως; Εγώ δε, με βάση τα παραπάνω, θα ρωτούσα: Όλα υπέροχα δηλαδή; Ή μήπως η πραγματικότητα είναι διαφορετική; Στο ερώτημα αυτό, λοιπόν, ‘‘έριξε φως’’ πρόσφατο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ίδετε το από 17-12-2024 έγγραφο με τίτλο‘‘Proposal for a joint employment report for the Commission and the Council’’ Commission-in.pdf, και ειδικά τη σελίδα 154 που αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα), το οποίο μας πληροφορεί για την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση που πράγματι ισχύει για τη χώρα μας.
Η Κομισιόν τονίζει ευσχήμως ότι σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και περικοπής των κοινωνικών δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στα πεδία της κοινωνικής προστασίας και της κοινωνικής συμπερίληψης με τους περισσότερους δείκτες να βρίσκονται σε ‘‘κρίσιμη κατάσταση’’.
Μας ενημερώνει, λοιπόν, ότι η μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα, μέσω κοινωνικής αναδιανομής (στην οποία δεν περιλαμβάνονται οι συντάξεις), αριθμεί μόλις 2,1 μονάδες, φθάνοντας στο 18,2%, ποσοστό που δυστυχώς απέχει 16,5 μονάδες(!) από τον μέσο όρο της ΕΕ. Μάλιστα, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κατάσταση διακινδύνευσης φτώχειας ή και κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται στο 26,1% και είναι πολύ υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (21,3%).
Έχει δε γίνει γνωστό ήδη από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους ότι κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αντιμετωπίζει το 32,7% του πληθυσμού στη Δυτική Μακεδονία, το 31,5% στην Ανατολική Μακεδονία, το 30,4% στο Βόρειο Αιγαίο, το 29,6% στην Κεντρική Μακεδονία και το 27,7% στα Ιόνια νησιά (ίδετε https://www.in.gr/2024/10/15/economy/oikonomikes-eidiseis/ftoxeia-se-pente-ellinikes-perifereies-enas-stous-treis-vrisketai-se-kindyno/).
Ιδιαίτερο μάλιστα ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το ποσοστό των παιδιών που τελούν σε κατάσταση κινδύνου φτώχειας παρέμεινε σταθερό στο 28,1% αλλά είναι πάνω από τον μέσο όρο στην ΕΕ, δηλαδή το 24,8%. Και φυσικά αυξήθηκε, έστω και οριακά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η ανισότητα στην Ελλάδα, μετρούμενη κατ’ αναλογία πεμπτημορίου του εισοδήματος (5,3 στην Ελλάδα σε σχέση με το 4,7 της ΕΕ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άνω έγγραφο της Κομισιόν, το ποσοστό των νοικοκυριών που είναι υπερβολικά επιβαρυμένα στο κόστος λειτουργίας τους (πρακτικά μιλάμε για τα νοικοκυριά που ‘‘δεν τα βγάζουν πέρα’’ ή δυσκολεύονται ουσιωδώς) αυξήθηκε στο 28,5% ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι στο 8,8%!
Το πρόβλημα είναι πια πασίγνωστο και μόνο ένας σε αυτήν τη χώρα φαίνεται να μην το έχει πάρει ‘‘χαμπάρι’’ (ή για να είμαι κυριολεκτικότερος, φαίνεται να ‘‘κωφεύει’’ και ο Economist). Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα το 2009, πριν από την κρίση, ήταν στο 93% του μέσου όρου της ΕΕ, αλλά το 2023, αν και κάποιοι μας λένε ότι ‘‘ανακάμψαμε’’ και ‘‘πάμε τρένο’’, ήταν μόνο στο 69% του μέσου κατά κεφαλήν ευρωπαϊκού εισοδήματος. Από το 2009 μάλιστα, δέκα χώρες της ΕΕ έχουν ξεπεράσει την Ελλάδα ως προς το βιοτικό επίπεδο. Μόνο η Βουλγαρία είναι φτωχότερη σήμερα, με κατά κεφαλήν εισόδημα ανερχόμενο στο 64% του μέσου όρου της ΕΕ. ‘‘Παλεύουμε’’ σκληρά με τη Βουλγαρία δηλαδή για την ‘‘αποφυγή της τελευταίας θέσης’’ στην ΕΕ…
Σύμφωνα δε με τους υπολογισμούς της Eurostat, η αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε από το 72% στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ μεταξύ 2013 και 2023. Σε άλλες ‘‘φτωχές’’ χώρες, η αγοραστική δύναμη όμως αυξήθηκε την ίδια περίοδο: στην Πολωνία από το 67% στο 80%, στη Ρουμανία από το 55% στο 78% και στη Βουλγαρία από 46% στο 64%, όπως αμέσως παραπάνω ήδη τόνισα. Και δια τούτο, η Βουλγαρία είναι πιθανό οσονούπω να μας ‘‘αφήσει’’ τελευταίους στην ΕΕ.
Εδώ σημειώνω ότι σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ο μέσος μικτός μισθός ενός εργαζομένου πλήρους απασχόλησης στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα ήταν 1.379 ευρώ το 2009, πριν από την κρίση. Σήμερα, είναι μόνο 1325 ευρώ. Προσαρμοσμένα, λοιπόν, στον πληθωρισμό, τα πραγματικά εισοδήματα στην Ελλάδα είναι τώρα 23,7% χαμηλότερα από το 2009! Η Κομισιόν μάλιστα μας ενημερώνει ότι το κατά κεφαλήν μικτό διαθέσιμο εισόδημα για το 2023 στην Ελλάδα ήταν στο 81,6% έναντι του 111,1%, που είναι ο ενωσιακός average δείκτης, και έτσι αυτό παραμένει ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη!
Την ίδια ώρα, μας λέει το άνω έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό για τις ανικανοποίητες (τις ανεκπλήρωτες δηλαδή) ανάγκες για ιατρική φροντίδα στην Ελλάδα αυξήθηκε έτι παραπάνω (11,6% το 2023 από 9% το 2022 έναντι του μέσου ευρωπαϊκού-ενωσιακού όρου που είναι στο 2,4%).
Η δυσκολία δε στο ελληνικό οικονομικό γίγνεσθαι προκύπτει και από το γεγονός ότι στην Ελλάδα μόνο το 67,4% του πληθυσμού που βρίσκεται σε εργασιακή ηλικία, εργάζεται ενώ στην ΕΕ ο μέσος όρος φθάνει το 75,3%. Τα πράγματα, ωστόσο, χειροτερεύουν έτι παραπάνω στην περίπτωση των γυναικών. Το ποσοστό των γυναικών, λοιπόν, που εργάζονται στην Ελλάδα είναι ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ και δη είναι τόσο χαμηλό ώστε να παγιώνει ένα από τα ευρύτερα ‘‘εργασιακά χάσματα’’ στην Ευρώπη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικότερα, εν προκειμένω η Κομισιόν εννοεί ότι όσον αφορά την εργασία των γυναικών, η ελληνική απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι σχεδόν ‘‘αγεφύρωτη’’, ανερχόμενη σε 19,8 μονάδες! Το ποσοστό δε των νέων που είτε δεν εργάζονται, είτε δεν συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι στο 15,3% για το 2023, ήτοι σημαντικά υψηλότερο από τη μέση ευρωπαϊκή τιμή που είναι 11,2%.
Θα μπορούσε όμως κάποιος να αναρωτηθεί για το πώς συμβαίνουν όλα τα ανωτέρω, όταν, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το πραγματικό μας ΑΕΠ αυξήθηκε από τα 184,507 δισ. ευρώ το 2019 στα 196,984 δισ. ευρώ το 2023 (;), δηλαδή κατά 7% περίπου μέσα σε τέσσερα χρόνια. Η απάντηση, λοιπόν, είναι ότι η αύξηση αυτή επιτεύχθηκε με τα σχεδόν 50 δισ. ευρώ δανεικά που δαπάνησε η Κυβέρνηση, αυξάνοντας το (μελλοντικό) δημόσιο χρέος μας, και φυσικά μέσω των χρηματοδοτήσεων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανασυγκρότησης. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ‘‘γνήσια’’ επιτυχία, αφού για κάθε 1 ευρώ δημόσια δαπάνη, το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 0,25 ευρώ.
Συνελόντι ειπείν, λοιπόν, η χώρα και η οικονομία της βρίσκονται ούτως ή άλλως σε ιδιαιτέρως ‘‘ακανθώδες’’ μονοπάτι. Τα προβλήματα της οικονομίας μας συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται, όσες κυβερνήσεις κι αν περνούν, ως ‘‘δομικά’’, ή, για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του κ. Στουρνάρα, ως ‘‘διαρθρωτικά’’ και λύσεις δεν δίνονται. Όταν, αναμφισβήτητα, υφίσταται κραυγαλέο έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στη χώρα και όταν, για παράδειγμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών μας αυξήθηκε από 3,06 δισ. ευρώ το 2019 (τότε ήταν που ανέλαβε την εξουσία ο νυν Πρωθυπουργός) στα 13,59 δισ. ευρώ το 2023, είναι φανερό ότι ουδείς δικαιούται να θριαμβολογεί για την ελληνική οικονομία. Μια οικονομία δηλαδή που παρά τους χαμηλούς μισθούς δεν είναι ανταγωνιστική και για την οποία βοά όχι μόνο το γεγονός αλλά η παραδοχή ότι τη ‘‘γονατίζει’’ το χαώδες επενδυτικό κενό. Ειδικότερα, το περιβόητο αυτό ‘‘επενδυτικό κενό’’ στην Ελλάδα, ήδη από τα χρόνια της κρίσης, υπολογίζεται στα 100 δισ. ευρώ. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα ναι μεν αυξήθηκαν κατά 53,4% μεταξύ 2019 και 2023, προσαρμοσμένες στις τιμές. Ωστόσο, το μερίδιό τους στο ΑΕΠ ήταν 14,3% το 2023, ήτοι ακόμα πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 22%! Συν τοις άλλοις, λάβετε υπόψη ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα είναι μόνο στο 49% του μέσου όρου της ΕΕ, προσθέστε και το ότι είμαστε η χώρα με μακράν το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ (κοντά στο 164% του ΑΕΠ το 2023) και θα έχετε μια σαφή περιγραφή των προβλημάτων της οικονομίας μας. Δεν είναι, έτσι, καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της ελληνικής κεντρικής τράπεζας, θα χρειαστεί περίπου μια δεκαετία(!) μέχρι η οικονομική μας παραγωγή, προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα!
Πώς, λοιπόν, ο Πρωθυπουργός ‘‘περηφανεύεται’’; Ποντάρει μήπως στο ότι στην πλατειά μάζα της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορούν να ‘‘διεισδύσουν’’, εδώ που τα λέμε, έγγραφα και εκθέσεις της Κομισιόν, ή γενικότερα στο ότι ο μέσος Έλληνας δεν μπορεί να έχει πλήρη, πραγματική επαφή, και άρα γνώση, με καθοριστικούς δείκτες και αριθμούς που έχουν να κάνουν με την οικονομία; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Πάντως, με βάση όλα όσα γράφτηκαν παραπάνω, αν ρωτάτε εμένα, για το αν ‘‘πετάει’’ η ελληνική οικονομία, όπως διατείνεται ο κ. Μητσοτάκης, ένα έχω σας απαντήσω: Ναι, ‘‘πετάει’’, αν ισχύει ότι ‘‘πετάει’’ και ο γάιδαρος…..
Κατερίνη, 3/1/2025
ΥΓ: Παρακάτω ο σχετικός πίνακας (από τη σελίδα 39 του άνω αναφερομένου εγγράφου της Κομισιόν). Δείτε σε πόσους δείκτες η Ελλάδα (ένδειξη ‘‘EL’’) είναι στο κόκκινο ή κοντά στο κόκκινο. Και αν έχετε το email του, στείλτε τον πίνακα και στον Economist….