email: [email protected]
κινητό: 693 486 8098 Τάσος

Στο παραγάδι …

διαφήμιση

(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Απ’ τον γιαλό έρχομαι !

Μαμούνι μάζωξα , από την Αγιά , εκεί που λασπώνει, εκεί που τα νερά του ποταμού σμίγουν με τα θαλασσινά, μαμούνι δόλωμα για το παραγάδι, 

σε περιμένω, θαν’ έρθει κι ο Αργύρης, ξέρεις να δολώνεις το παραγάδι, όχι, γιαυτό θα ρθείς , να μάθεις, να προλάβουμε , λέω, πρέπει να δολώσουμε νωρίς, να ανοιχτούμε στο πέλαγος, όσο κρατά ο ήλιος, Γενάρης καιρός , νωρίς νυχτώνει, είναι μέρες καλωσύνης τούτες, Αλκυονίδες τις είπαν, μέσα στο καταχείμωνο, μιά ανάσα για τους ψαράδες τούτες οι γελαζούμενες μέρες, θέλει τέχνη το παραγάδι, θέλει υπομονή το παραγάδι, κι ήταν δυό πανέρια, θέλει κέφι και ταχύτητα το παραγάδι, δεν φάγαμε μεσημεριανό , η έγνοια μας να προλάβουμε, ο ήλιος στάθηκε στη μεσημβρία, βιαστήκαμε , λίγο ακόμη, τα πανέρια στην αγκαλιά, κινήσαμε για την Αγιά , κίνησε ένα βοριαδάκι , να φυσά, από της Θράκης τα χιονισμένα βουνά , ψυχρό κι άς είναι λιόλουστη η μέρα, κι ας είναι Αλκυονίδες, λύσαμε το παλαμάρι, όρτσα στο βοριά , η πλώρη βλέπει την Ίμβρο, πιό αριστερά πρόβαλλε η Σαμοθράκη, το όρος Σάος εποπτεύει το Βόρειο Αιγαίο, το Θρακικό, φαντάσου πως κι ο Δίας κατερχόταν από τον γέρο Έλυμπο ίσαμε με το Σάος, πιό κοντά να στέκεται στην Τροία , καλύτερη εποπτεία να έχει των φονικών μαχών στην πεδιάδα του Σκάμανδρου, η πλώρη ίσα στην Νίμπρο, 

να βγούμε στα μισά του όρμου, αυτού που στον μοιχό του η πανάρχαια Πολιόχνη, από τους καιρούς του Τρωικού πολέμου , από τα μισά θα αρχίσουμε το παραγάδι να αφήνουμε, σιγά – σιγά , κι ύστερα το άλλο , το δεύτερο πανέρι, ίσαμε το ακρωτήρι του Βρόσκοπου να φτάσουμε , κι ύστερα , τον καιρό στην πλάτη , να προφτάσουμε, θα βραχτούμε λίγο – λίγο, μα και βρεγμένοι θα προφτάσουμε, να δέσουμε στην Αγιά , μπροστά από του Άη Νικόλα το όμορφο ξωκκλήσι , που ξασπρίζει στο μικρό λιμανάκι, ένας μώλος παλιός πετρόχτιστος, κι ένας ακόμη μεγαλύτερος από οπλισμένο σκυρόδεμα, οκτώ – δέκα βάρκες , μικρές και μικρότερες, τούτη του Γιώργη , επτά μέτρα , μπορεί οκτώ, η πιό μεγάλη, ντηζελομηχανή, σίγουρα πράγματα, με μεράκι ομορφοβαμένη, στα άσπρα και στα θαλασσιά , και μιά ρίγα κόκκινη πέρα ως πέρα, ντούκου – ντούκου μηχανάκι, ντούκου το παλιό μεράκι, σήκωνε κύμα ο βοριάς, άσπριζε το πέλαγος, λές, αναρωτήθηκε φωναχτά, λές , τούτη να ‘ταν η υστερνή από τις Αλκυονίδες, κι άς είναι , θα μας παιδέψει λίγο, κι ας μας παιδέψει, ελάτε , φτάσαμε , εσύ το τιμόνι, σταθερά , την Ίμβρο βλέπε , εγώ θα μολάρω το παραγάδι, κράτει, έλα, πάμε , πάνω στον καιρό, το σημάδι να δέσω , μιά κόκκινη σημαδούρα, να μπορούμε το χάραμα να πιάσουμε την άκρη του παραγαδιού, να και το δεύτερο πανέρι, την σημαδούρα με κόμπο ναυτικό γερά να δέσουμε, κοντά στου ακρωτηρίου την λόγχη , αιώνες λογχίζει της θάλασσες, μιά επιδέξια κίνηση, είναι τέχνη η ναυτοσύνη, είναι μαστοριά κι εμπειρία, δεν αρκεί να ‘σαι αφόβητος, δεν φτάνει να αγαπάς το αρμυρό νερό, και να νιώθεις πρέπει , μια ‘πιδέξια τιμονιά , κι ούτε που πρόλαβα να το νιώσω , η βάρκα μας Αντίς για ντραμουντάνα , τώρα, την όστρια έβλεπε, γραμμή για το μώλο της Αγιάς , όσο κρατάει το φώς, να περάσουμε από τους υφάλους που στέκονται μπροστά στο λιμανάκι, μην βρεί η ψαρόβαρκα πάνω τους , μην την σπάσουμε, τα ήξερε τα περάσματα ο Γίώργος, μα κάλλιο γαιδουρόδενε, φτάξαμε στο γλυκοσούρουπο, ο ήλιος είχε καθίσει πίσω από το Παραδείσι , καλοδέθηκε το σκαρί, στο μεγάλο μώλο, τι αγάπη την είχε τούτη την βάρκα, το πρωί αχάραγα να βγούμε στο πέλαγος, με προειδοποιεί, νωρίς να μαζέψουμε το παραγάδι , να μην μας το χαλάσουν σκυλόψαρα, νωρίς, τον ήλιο να ιδούμε να βγαίνει από της Ανατολής τα μέρη, πράγματι , ένα σφύριγμα το σύνθημα, σκούφο πλεχτό στο κεφάλι , αδιάβροχο το πανωφόρι, ο καιρός σαν να φόρτσαρε , πάνω στο καιρό με την ψαρόβαρκα, ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα, είχε ασπρίσει ο γιαλός, είχε φουσκώσει το πέλαγος , τούτος τα σημάδια γνώριζε, παρακολουθούσε την στεριά , τον αρχαιολογικό χώρο της Πολιόχνης, με την αρχαιότερη Βουλή στην Ευρώπη, τα σημάδια μολογούσαν, πού την πρώτη σημαδούρα θα βρούμε , στο τιμόνι εγώ , το παραγάδι ο Γιώργης, εκπλήξεις , είχε και καλά ψάρια, είχε και επιδρομείς, έτσι έλεγε τα μουγκριά, ο ξάδερφος, άξιζε τον κόπο , είχε και σαργούς , είχε και παντελήδες, είχε και μιά – δυό τσιπούρες, επίσημα ψάρια, το μουγκρί, έλεγε, για σούπα είναι καλό , ή στον καφενέ του Ντελή , τηγανητό για μεζέ με το ρακί, παγώσαν τα χέρια μας, ο ένας στο νερό το θαλασσινό , ο άλλος στο τιμόνι, παράξενος καιρός, εκεί που ρόδισε η Ανατολή , εκεί που αγαλλιάσαμε θωρώντας τον ήλιο να προβάλλει από τα πέλαγα, 

Ανατολή σε λέγανε , κι Αγγέλοι σε νταντεύανε, η καθ’ ημάς Ανατολή, το Αϊβαλί κι η Σμύρνη, η Πέργαμος και η Αλικαρνασσός, τα Βουρλά κι τα Δαρδανέλλια, εκεί που ρόδισε η πλάση , πότες, μα πότες, πνοές παγωμένες, νέφαλα γκρίζα, νέφαλα του χιονιά, πνοές που αντάριασαν την θάλασσα ,να μουρμουρίζει τον άκουσα, νόμισα για τον καιρό πως θα ‘λέγε, γιά το κύμα και τον αγέρα πως θα γκρίνιαζε, μα , τι λές , Γιώργη, τι μουρμουράς, δεν βλέπεις , απαντά, και ψάρια μισοφαγωμένα μου δείχνει, σε σκυλόψαρο πέσαμε , σίγουρα, μεγάλο , μας χάλασε το μισό παραγάδι, ο κυματισμός στο μεταξύ μεγάλωσε , ο ορίζοντας χάθηκε, ο τόπος άσπρισε, το σύννεφο του χιονιά , μα, να, φωνάζει, νάτο, έρχεται , θριαμβευτής, που χιονίζει πως άρχισε δεν γνοιάζεται, νά το γαντζώθηκε, νάτο σκάλωσε, 

τον πραγκό, γρήγορα, πώ , μεγάλος σκύλος, μάζευε πετονιά και σχολίαζε, τα σκουφιά μας άσπρισαν από το χιόνι, το έφερε κοντά, το άρπαξε με το τσιγκέλι του πραγκού και μια κίνηση , κατάφερε και το ανέσυρε , το έριξε στην βάρκα , ξεχωριστό ψάρι, δεν είχαν ξαναιδεί τα μάτια μου κι ούτε ματάιδα, βιολί, το ονομάτισε, βιολί το λένε , δες , σαν βιολί το σχήμα του, γαλέος μεγάλος, δυόμιση μέτρα , μπορεί τρία, τι ψάρι, όμορφο, καλοσχηματισμένο, αρπακτικό, αυτή , μπράβο, είναι ψαριά, εντυπωσιακό θήραμα , ενάλιος θήρ, διακόσια κιλά κρέας , το σύννεφο του χιονιά έκατσε πάνω μας , 

Γιώργη, μουσκέψαμε, θάλασσα και χιόνι, θάλασσες ορμούν στην ψαρόβαρκα, την στροφή , κρίσιμη η στιγμή , το πως , καβάλα στο κύμα , στη ράχη του κύματος, στροφή επιδέξια, ο έμπειρος καπετάνιος κι η βάρκα όρτσα, έβαλε πλώρη για την όστρια, για το λιμανάκι της Φισίνης, ο Άη Νικόλας ασπρίζει, στην άκρη στον γιαλό , κι η βάρκα πελαγωμένη μέσα στους αφρούς του θυμωμένου βοριά , κάτασπρη από τις χιονονιφάδες , που στροβιλίζονται μεσοπέλαγα , σκηνογραφία απερινόητη, χορογραφία του κυματισμού, χορογραφίες των νιφάδων, χρωματισμοί του μέλανος πόντου, ή και γλαυκού, χρωματισμοί του άσπρου των αφρών, των νιφάδων του χιονιού , του γκρίζου σύγνεφου, δύσκολος καιρός , χειμώνιασε σε δυό ώρες, γραμμή για την Αγιά, σιγοσφύριζε ο καπετάνιος μας, το παραγάδι πέτυχε, δυσκολεύτηκε από την ένταση να μπεί να δέσει, δόξα τω Θεώ, Άγιε Νικόλα, σ’ ευχαριστώ, αλατισμένοι από την αλισάχνη, βρεγμένοι από τις θάλασσες και το χιόνι, φέραμε αυτοκίνητο να φορτώσουμε την ψαριά, 

στην αυλή του καφενέ το έγδαραν , στο τσιγκέλι κρεμασμένο, όλο το χωριό έφαγε , ακούς εκεί, βιολί , νοστιμότατος ο ιδιαίτερος αυτός γαλέος , μεζές εξαίρετος, και το μουγκρί ψαρόσουπα, παρηγορία σε τούτες του Γενάρη τις μέρες, οι Αλκυονίδες είχαν τελειώσει, μα , προλάβαμε , καλή ψαριά , 

και σ’ άλλα με υγεία !

Μεσούντος Ιανουαρίου μηνός , 

μεσοπέλαγα αρμενίζω !

Καλλιχρονίαν ! 

Η θειά μου , η κερά Φρόσω , Θεός συγχωρέσει την, τον μαγέρεψε τον γαλέο , με άσπρη σάλτσα και μεγαλόρογες σταφίδες !

Τούτη η γεύση , η ανεπανάληπτη , στην γλώσσα μου, ακόμη, αποκάτω μ’ ευφραίνει ! 

Και το κρασί μοσχάτο !

473452014_1305563150476791_1645691497866101070_N.jpg

Ειδήσεις σε ετικέτες

Σχετικά άρθρα

Διάφορα
Συλλυπητήριο

Αποχαιρετίσαμε μαζί με πλήθος κόσμου, τον Μενέλαο Τερζόπουλο. Αποχαιρετίσαμε τον