Ανοιχτά παράθυρα στο φως, δαρμένα απ’ το Ολύμπιο αγιάζι, μα και γλυκασμένα από αέρι της θάλασσας μας, κρατούν τις θύμησες ζωντανές!
Περπατώντας στους δρόμους του χωριού έρχονται στο νου μου πολλά, καθώς αντικρίζω τα παλιά σπίτια που στέκουν αγέρωχα ή προσπαθούν να σταθούν παρά τα χρόνια τους και την εγκατάλειψη και τη μοναξιά που τα βασανίζει.
Μένουν γιατί έχουν ιστορία, έχουν πολλά να μας πουν!
Μα… αν είχαν στόμα και φωνή… Και όμως έχουν!
Είναι οι διηγήσεις των παλιών Λιτουχωρινών που φέρνουν δάκρυα στα μάτια.
Πρέπει να γράφουν τα λόγια των σπιτιών για να μείνουν. Οι άνθρωποι φεύγουν και κείνα τους ξεπροβοδούν…
Κοιτούν παντού με τα μεγάλα παράθυρα της σάλας με το σαχνισί, δημιουργήματα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής από πέτρα γερά θεμελιωμένη.
Η νινιέ μας, όταν μιλούσε για τα γλέντια τους και τους γάμους και τους χορούς στις αυλές και στα ανώγια, έλαμπαν τα βαθουλωτά μάτια της!
Σκοτείνιαζε, όταν θυμόταν το τελευταίο αντίο των ανθρώπων τους και σιγοψιθύριζε ένα μοιρολόι:
Πόρτες μου ανοίξετε και αυλές μου μαραθείτε
Με ήρθε μήνυμα να πάω στο σεφερί
Κι το σεφερί είναι μακριά κι οι μέρες ήταν λίγες…
Δύσκολα πέρασαν, μα χάρηκαν και πολλά!
Και τις γιορτινές μέρες, καθώς να δέρνει ο βοριάς και τα στολίζει το παγωμένο χιόνι, πάλι την ιστορία τους λένε…!
Σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλιους χρόνους να ζήσει!
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό
Με μάρμαρα στρωμένο
Που ‘χει τα χίλια πρόβατα
Τα πεντακόσια γίδια
Κι χιλιασάν κι μιλιάσαν
Κι γίναν τρεις χιλιάδες!
Κι το χρόνο με γεια κι χαρά!
Καλή χρονιά.
Νοσταλγικές θύμησες απ’ το παλιό Λιτόχωρο.
Δέσποινα Καρτσιούνα-Παπαζαχαρία