Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η συνταγματική αναθεώρηση, που έχει εδώ και καιρό εξαγγελθεί, είναι μία εξαιρετικά κρίσιμη αλλά και χρήσιμη θεσμική διαδικασία, στην οποία δοκιμάζεται πολλαπλώς η ετοιμότητα αλλά και η αξιοπιστία όλων των παραγόντων του δημόσιου βίου. Αρκεί βέβαια να αντιμετωπισθεί με σοβαρότητα και συνέπεια και να μην εκτραπεί σε πεδίο μικροπολιτικού εντυπωσιασμού και άγονων αντιπαραθέσεων. Με αυτήν λοιπόν την διευκρίνιση, η θέση μου ως προς την επικείμενη αναθεώρηση είναι η ακόλουθη:
Το πρώτο που πρέπει να τροποποιηθεί είναι η ίδια η συνταγματική διάταξη του άρθρου 110 για την συνταγματική αναθεώρηση. Σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, ο αναθεωρητικός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να αναπροσαρμόζει έγκαιρα το συνταγματικό κείμενο, ανταποκρινόμενος στις ραγδαίες εξελίξεις που παρατηρούνται σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Ως εκ τούτου το Σύνταγμά μας είναι «ζωντανό» και «δυναμικό», σύμφωνα με τις σχετικές θεωρητικές επεξεργασίες, και αυτό αφήνει έκθετους όσους προτίμησαν να το παραβιάσουν, στην περίπτωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αντί να περιμένουν λιγότερο από έναν χρόνο, προκειμένου να εκκινήσει η προβλεπόμενη αναθεωρητική διαδικασία.
Ωστόσο, στο άρθρο αυτό υπάρχει ένα προβληματικό σημείο, σύμφωνα τουλάχιστον με την αντίληψη που έχει επικρατήσει: η πρώτη Βουλή, στην οποία ψηφίζονται οι αναθεωρητέες διατάξεις με τουλάχιστον 180 ψήφους, δεν δεσμεύει, ως προς την κατεύθυνσή τους, την δεύτερη, η οποία ψηφίζει απλώς με απόλυτη πλειοψηφία (150+1), την τελική διατύπωσή τους. Αυτό έγινε για παράδειγμα με το κοινοβουλευτικό ασυμβίβαστο, στην αναθεώρηση του 2001 –με μία μεθόδευση που δεν τιμά την αναθεωρητική διαδικασία– και έτσι η επόμενη αναθεώρηση (του 2008) επανέφερε ευλόγως την προηγούμενη ρύθμιση. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, θεωρώ ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 110 πρέπει να αλλάξει, ώστε να καταστεί σαφής η σχέση μεταξύ των προτάσεων της πρώτης Βουλής και των διατάξεων που ψηφίζει η δεύτερη.
Θα μπορούσε πάντως να συζητηθεί και μία περαιτέρω απλοποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας, που θα οδηγούσε στην ολοκλήρωση των τροποποιήσεων σε μία μόνο Βουλή, με απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, η πλειοψηφία των 3/5 (180) να επιτυγχάνεται τόσο για την ψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων όσο και για την τελική διατύπωσή τους.
Από εκεί και πέρα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Η αναθεώρηση του Συντάγματος εντάσσεται στην συνταγματική πολιτική, που αποτελεί υποσύνολο της ευρύτερης πολιτικής. Ως εκ τούτου οι όποιες προτάσεις, από όπου και αν εκπορεύονται, είναι εξ ορισμού νομικοπολιτικές και όχι στενά επιστημονικές. Κατ’επέκτασιν, τον τελευταίο λόγο τον έχουν, ευλόγως, οι πολιτικές δυνάμεις.
Με δεδομένο λοιπόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, η διαδικασία αναθεώρησης πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο, με κριτήριο τα προβλήματα που αναδείχθηκαν την τελευταία εικοσιπενταετία και με βασική στόχευση αφ’ενός μεν τον εκδημοκρατισμό και την βελτίωση της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος αφ’ετέρου δε την ενίσχυση της προστασίας του κοινωνικού κράτους δικαίου και των συνταγματικών δικαιωμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, που είναι το πρίσμα του δημοκρατικού συνταγματισμού, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω επιγραμματικά τα βασικά πεδία στα οποία πρέπει να κινηθεί η συνταγματική αναθεώρηση, χωρίς όμως να υπεισέλθω σε λεπτομερείς εξειδικεύσεις. Και τούτο όχι μόνον διότι έχω καταθέσει επανειλημμένα αναλυτικές προτάσεις, ήδη από το 2.000 (Βλ. Γ. Σωτηρέλη, «Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», 2η έκδοση, με Επίμετρο: «Από την παγκοσμιοποίηση στην κρίση και στην πανδημία», Εκδ. Παπαζήση, 2022), αλλά και διότι αυτό που χρειάζεται σήμερα δεν είναι κάποιες αναλυτικές ασκήσεις επί χάρτου με αβέβαιη προοπτική αλλά ένα συνοπτικό και συνεκτικό διάγραμμα των κρίσιμων επιλογών που μπορούν να συνθέσουν μία θεσμικά θαρραλέα και πολιτικά πρόσφορη συνταγματική πολιτική. Ειδικότερα:
1. Ως προς τον εκδημοκρατισμό και την βελτίωση της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, βασικές προτεραιότητες θα μπορούσαν να αποτελέσουν:
Α. Η αναβάθμιση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας (βλ. αναλυτικά Γ. Σωτηρέλη, Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Η περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, Constitutionalism.gr, 22.10.2018) με ιδιαίτερη έμφαση α) στην εκ νέου αλλαγή του άρθρου 32 Σ ως προς την εκλογή του (προτιμητέα η σύσταση ενός ευρύτερου εκλεκτορικού σώματος, ώστε να μην είναι δυνατή η εκλογή με απλή πλειοψηφία του πρώτου κόμματος) β) στην ενίσχυση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων (τροποποίηση, ιδίως, της διάταξης του άρθρου 37 που προβλέπει διαδικασία υπέρμετρα δεσμευτική ως προς τα χρονικά όρια, αλλά και με ρητή πρόβλεψη πρωτοβουλιών για συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων) και γ) στην ρητή απονομή αρμοδιοτήτων ως προς τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, υπό την όποια εκδοχή της, με την πρόβλεψη αναπομπής των νομοσχεδίων, σε περίπτωση διαφωνίας, μετά από γνώμη του αμέσως παρακάτω προτεινόμενου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ή έστω του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, αν δεν ευδοκιμήσει αυτή η πρόταση).
Β. Η καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που είναι πλέον αδήριτη ανάγκη προκειμένου να βελτιωθεί ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων (και γενικότερα η δικαστική επίλυση ακανθωδών συνταγματικών ζητημάτων), δεδομένου ότι έχει καταστεί πλέον εμφανές ότι τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας δεν μπορούν πάντοτε να ανταποκριθούν θετικά σε αυτόν τον ρόλο, είτε λόγω εγγενών υποκειμενικών αδυναμιών είτε λόγω συντηρητικών (και ενίοτε «εθνολαϊκιστικών») αντανακλαστικών, ως προς την υπεράσπιση επιλογών του «βαθέος κράτους», είτε λόγω ατολμίας να επιχειρήσουν βαθύ συνταγματικό έλεγχο σε κρίσιμες πλην εντόνως αμφισβητούμενες επιλογές της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η υπέρβαση αυτών των προβλημάτων μπορεί να γίνει, πάντως, και με την αναβάθμιση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, αρκεί να απονεμηθούν σε αυτό ρητά αρμοδιότητες άσκησης ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, τόσο προληπτικά –μετά από παραπομπή σε αυτό επίμαχων νομοσχεδίων είτε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (κατά τα προαναφερθέντα) είτε από τα 2/5 της Βουλής– όσο και κατασταλτικά, με αποφάσεις που θα κρίνουν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Γ. Ένα συναφές ζήτημα, που δεν έχει δυστυχώς αντιμετωπισθεί έως τώρα, παρά τα έντονα προβλήματα που ανεφύησαν τα τελευταία χρόνια, είναι η αδυναμία ελέγχου συνταγματικότητας των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα να βρίσκονται στο απυρόβλητο καταφανώς αντισυνταγματικές ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας (όπως συνέβη με την αλήστου μνήμης κατάργηση της ΕΡΤ, το 2013, ή με την επιτηδευμένη διαφοροποίηση της ρύθμισης του δημοψηφίσματος, το 2015). Επιβάλλεται, λοιπόν, να καταργηθεί ως τάχιστα αυτό το στεγανό αυθαιρεσίας, ως προς τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, με συνταγματική διάταξη που θα αναθέτει ρητά στο Συμβούλιο Επικρατείας την σχετική αρμοδιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητάς τους, ώστε να μην μπορεί να υπεκφεύγει. Αλλά και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αναβάθμισής του, θα πρέπει να έχει την δυνατότητα να ασκεί προληπτικό (και άρα επίκαιρο) έλεγχο συνταγματικότητας των εν λόγω πράξεων, με δυνατότητα παραπομπής του θέματος στο ανωτέρω προτεινόμενο Συνταγματικό Δικαστήριο ή έστω στο ΑΕΔ (όπως και με τα νομοσχέδια, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα) ώστε να αποτρέπεται η έκδοση τουλάχιστον των πλέον προβληματικών από αυτές.
Δ. Επίσης συναφής είναι η αναγκαιότητα αλλαγής του τρόπου επιλογής των ηγεσιών των Ανώτατων Δικαστηρίων, ώστε να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος που τις συνδέει με την εκάστοτε κυβέρνηση. Εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν πολλές. Θα μπορούσε πχ να αποφασίζει είτε η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με αυξημένη πλειοψηφία ανάλογη με των Ανεξάρτητων Αρχών (που προτείνω πάντως παρακάτω να αλλάξει) είτε ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα από δικαστές και νομικούς είτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (που προσωπικά το προτιμώ, υπό το πρίσμα και της προτεινόμενης αναβάθμισής του) μετά από πρόταση περισσότερων του ενός προσώπων από τα προαναφερθέντα σώματα.
Ε. Σημαντικές αλλαγές επιβάλλονται επίσης στο πεδίο της ποινικής ευθύνης των υπουργών (άρθρο 86 Σ), προς την κατεύθυνση της πλήρους (πλέον) κατάργησης των σχετικών προνομίων τους (που προκύπτουν από την πολιτικά μεροληπτική, κατά κανόνα, ανάμειξη της Βουλής) και της ανάθεσης της αρμοδιότητας για την άσκηση της ποινικής τους δίωξης σε υψηλόβαθμο και πολυμελές δικαστικό όργανο (πχ Ολομέλεια Εφετών της Αθήνας) που θα ελαχιστοποιεί την δυνατότητα άσκησης πολιτικών παρεμβάσεων.
ΣΤ. Τον δρόμο για την ανωτέρω συνταγματική τροποποίηση της ποινικής ευθύνης των υπουργών έδειξε άλλωστε και η συγκέντρωση ενάμιση εκατομμυρίου υπογραφών για την πρόσφατη τραγωδία των Τεμπών. Παράλληλα όμως ανέδειξε και την ανάγκη να ψηφιστεί επιτέλους ο εκτελεστικός νόμος που θα επιτρέψει την ενεργοποίηση της σχετικής πρόβλεψης του προστεθέντος με την αναθεώρηση του 2019 άρθρου 73 παρ. 6 Σ για λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία μάλιστα επίσης πρέπει να τροποποιηθεί, προκειμένου να μειωθεί στις 100.000 ο εκεί προβλεπόμενος – υπέρογκος– αριθμός υπογραφών ( 500.000 ενώ για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 1.000.00…). Παράλληλα ο ίδιος αριθμός πρέπει να προβλεφθεί και για την προκήρυξη δημοψηφίσματος, υπό αυστηρές πάντως προϋποθέσεις ως προς τον αριθμό των προτάσεων για κάθε βουλευτική περίοδο, την διατύπωση των ερωτημάτων (ώστε να μην εκμαιεύονται οι απαντήσεις) και με την ρητή εξαίρεση των ατομικών δικαιωμάτων. Μόνον έτσι ο εμβολιασμός του αντιπροσωπευτικού συστήματος με θεσμούς άμεσης λαϊκής συμμετοχής θα αποβεί πράγματι πρόσφορος για την ενίσχυση των κουρασμένων αντανακλαστικών της σύγχρονης Δημοκρατίας και όχι εργαλείο στα χέρια εθνολαϊκιστικών εκφάνσεων της ακριοδεξιάς…
Ζ. Εκ νέου τροποποίηση επιβάλλεται επίσης και στο άρθρο 68Σ περί εξεταστικών επιτροπών, διότι η προστεθείσα με την αναθεώρηση του 2019 δυνατότητα για σύστασή τους με τις ψήφους μόνο της αντιπολίτευσης (2/5) ήταν μεν αναγκαία αλλά όχι και επαρκής για την άσκηση δραστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου. Απαιτείται επιπροσθέτως και η ανάθεση της αρμοδιότητας για την σύνταξη του τελικού πορίσματος σε προσωπικότητες του δημόσιου βίου, που θα επιλέγονται από την ίδια την Επιτροπή με ευρεία πλειοψηφία. Μόνο έτσι μπορεί να εξουδετερωθεί η σημαντικότερη παθογένεια των εξεταστικών επιτροπών, που είναι η σύνταξη ξεχωριστών πορισμάτων από κάθε κοινοβουλευτική ομάδα, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν την θέση τους οι φατριαστικές πλειοψηφίες του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος.
Η. Τελευταία αλλά ίσως η σημαντικότερη από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του Συντάγματος είναι η προσθήκη διάταξης που θα συμπληρώσει την ρύθμιση του άρθρου 54 παρ. 1 περί εκλογικού συστήματος, σύμφωνα με την οποία για να ισχύσουν αμέσως σχετικές με αυτό διατάξεις πρέπει να ψηφιστούν από τα 2/3 των βουλευτών (200) διαφορετικά ισχύουν για τις μεθεπόμενες εκλογές. Η ρύθμιση αυτή, που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, είναι κατ’αρχήν εύστοχη, πλην όμως δεν στάθηκε αρκετή για να αποτρέψει την επικράτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και εν τέλει την επιβολή καλπονοθευτικών συστημάτων, όπως αυτό του «νόμου Παυλόπουλου» αλλά και το ισχύον εκλογικό σύστημα. Όπως έχω επισημάνει επανειλημμένα (βλ. αναλυτικά Γ. Σωτηρέλη, Το εκλογικό σύστημα στη δίνη αντισυνταγματικών και αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων, Constitutionalism.gr 22.1.2020, με τις εκεί παραπομπές) αμφότερα παραβιάζουν κατάφωρα αφ’ενός μεν την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, δίνοντας κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε κόμματα που έχουν λάβει λίγο πάνω από το 1/3 του εκλογικού σώματος (και σε κάθε περίπτωση ευνοώντας χωρίς λόγο κόμματα που πόρρω απέχουν από την αυτοδυναμία), αφ’ετέρου δε την αρχή της πολιτικής ισότητας –και σε τελευταία ανάλυση της λαϊκής κυριαρχίας– με την προνομιακή μεταχείριση, ως προς το bonus, των μεμονωμένων κομμάτων έναντι των συνδυασμών, οι οποίοι πρακτικά αποκλείονται (καταλυτική, στο σημείο αυτό, η σχετική γνωμοδότηση του αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση, ως Προέδρου του Επιστημονικό Συμβουλίου της Βουλής). Προκειμένου λοιπόν να αποφευχθούν οι πολιτικές παρεκτροπές ως προς το εκλογικό σύστημα, που κινούνται γύρω από ένα ιδιότυπο παιχνίδι της κολοκυθιάς ως προς την επίτευξη της αυτοδυναμίας, απαιτείται ένας επιπλέον συνταγματικός φραγμός, που στηρίζεται σε μία παλιότερη πρόταση του αείμνηστου Δημήτρη Τσάτσου: να προβλεφθεί ρητά ότι η αναλογία μεταξύ ψήφων και εδρών, οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα και αν επιλεγεί, δε θα μπορεί να καμφθεί για ποσοστό μεγαλύτερο από το 10% της Βουλής (δηλαδή για 30 βουλευτές). Ως εκ τούτου, για τους υπόλοιπους 270 πρέπει να υπάρχει πλήρης αντιστοίχηση των ψήφων του κάθε κόμματος με τις έδρες που καταλαμβάνει στη Βουλή. Αυτή η τροποποίηση, σε συνδυασμό και με την επίσης αναγκαία κατοχύρωση της πολιτικής ισοτιμίας μεταξύ συνασπισμών και μεμονωμένων κομμάτων, διασφαλίζει πλέον πλήρως την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος ως προς την ρύθμιση των εκλογών, ελαχιστοποιώντας ιδίως τα περιθώρια –και κατ’επέκτασιν τους πειρασμούς– για μικροκομματικές παρεμβάσεις σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα που σχετίζεται με την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Θα ανοίξει έτσι επιτέλους ο δρόμος ώστε να επιτευχθεί συναινετικά, με την πλειοψηφία των 2/3, ένα εκλογικό σύστημα μακράς πνοής, που θα θέσει στέρεες βάσεις για έναν πολιτικά έντιμο και θεσμικά πρόσφορο καθορισμό των όρων διεξαγωγής των εκλογικών αναμετρήσεων.
2. Ως προς την ενίσχυση της προστασίας του κοινωνικού κράτους δικαίου και των συνταγματικών δικαιωμάτων, οι προτεραιότητες της αναθεώρησης θα έπρεπε νομίζω να είναι οι ακόλουθες:
Α. Αναθεώρηση των άρθρων 3 («επικρατούσα θρησκεία»), 13 (θρησκευτική ελευθερία), 16 παρ. 2 (θρησκευτική εκπαίδευση), 33 και 59 (όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών), ώστε να κλείσει επιτέλους μια μεγάλη συνταγματική εκκρεμότητα, που έχει μείνει ανοιχτή έως τώρα λόγω ατολμίας των πολιτικών δυνάμεων. Πρόκειται για μια διαφορετική οριοθέτηση των σχέσεων Κράτους και επίσημης Εκκλησίας, προς την κατεύθυνση ενός ήπιου «χωρισμού» τους, ο οποίος θα αποβλέπει, ταυτόχρονα, στην αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας και στην αποεκκλησιαστικοποίηση του Κράτους, με επίκεντρο την πλήρη κατοχύρωση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την θρησκευτική ελευθερία αλλά και με όρους σεβασμού και αναγνώρισης του ρόλου της «επικρατούσας» θρησκείας (βλ. αναλυτικά την επιλογή σχετικών βιβλίων και άρθρων μου σε: Γ. Σωτηρέλη, Κοσμικό κράτος, θρησκευτική ελευθερία και εκπαίδευση στην προκρούστεια κλίνη της «επικρατούσας θρησκείας», σε ηλεκτρονική έκδοση ελεύθερης πρόσβασης του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2023).
Β. Αναθεώρηση των άρθρων 22 και 23 προκειμένου να θωρακισθούν καλύτερα τα δικαιώματα ομαδικής δράσης που συνδέονται με τον χώρο της εργασίας (συνδικαλιστική ελευθερία και απεργία), με επίκεντρο την ενίσχυση της συλλογικής αυτονομίας και ειδικότερα την πλήρη κατοχύρωση του ρόλου των συλλογικών συμβάσεων, που έχουν υπονομευθεί πολλαπλώς τα τελευταία χρόνια με αφετηρία την περίοδο της κρίσης.
.
Γ. Αναθεώρηση τόσο των άρθρων 9, 9 Α και 19, ώστε να βελτιωθεί ριζικά η προστασία που παρέχει το Σύνταγμα στο απαραβίαστο του ιδιωτικού βίου. Αυτό ιδίως που απαιτείται, ιδίως, είναι να αποσαφηνισθούν πλήρως οι συνταγματικές προϋποθέσεις για την επιβολή ειδικών περιορισμών και να προβλεφθούν όλες οι απαραίτητες εγγυήσεις, προκειμένου να μην επαναληφθούν οι δοκιμασίες του κράτους δικαίου που παρατηρηθήκαν το τελευταίο διάστημα, με αποκορύφωμα το τόσο τραυματικό για την Δημοκρατία μας σκάνδαλο των υποκλοπών.
Δ. Αναθεώρηση απαιτείται επίσης και στις ρυθμίσεις των άρθρων 14 και 15, με ιδιαίτερη έμφαση στην διασφάλιση του πλουραλισμού στο πεδίο της ενημέρωσης και στην αποτροπή της συγκέντρωσης των ΜΜΕ, ελέω διαπλοκής, στα χέρια μιας δράκας επιχειρηματιών. Μία τέτοια συνταγματική πολιτική επιβάλλεται, ιδίως, διότι το τοπίο που διαμορφώθηκε μετά από την αδρανοποίηση της συνταγματικής διάταξης περί βασικού μετόχου είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των διαπλεκόμενων συμφερόντων που απεργάζονται –και έχουν επιτύχει σε μεγάλο βαθμό– την ασφυκτική χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Ε. Ιδιαίτερη σημασία, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων αναγκαίων τροποποιήσεων, θα έχουν οι ρυθμίσεις που θα αποβλέπουν στην θωράκιση των τριών ανεξάρτητων αρχών που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα (και συγκεκριμένα στα 9Α, 15 και 19), ιδίως με την προσθήκη φραγμών που θα αποτρέπουν ιδιοτελείς μικροπολιτικές παρεμβάσεις, ώστε να μπορούν πράγματι να ανταποκριθούν στον καθοριστικό ρόλο τους ως αντιβάρων στις (επανειλημμένες το τελευταίο διάστημα) παρεκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπισθεί και ο τρόπος επιλογής των ηγεσιών τους, με προσφορότερη λύση να παραμείνει μεν η πλειοψηφία των 3/5 αλλά η επιλογή να γίνεται από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και να απαιτείται επιπροσθέτως να έχουν συμπράξει σε αυτήν την πλειοψηφία τουλάχιστον τρία κόμματα (ώστε να μην επαναληφθούν μεθοδεύσεις σαν αυτές που στιγμάτισαν προσφάτως τις επιλογές μελών της ηγεσίας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης).
Περαιτέρω, για να ολοκληρωθεί η προστασία του πλουραλισμού και στην δημόσια ραδιοτηλεόραση –που εξακολουθεί να είναι εντόνως μεροληπτική υπέρ της εκάστοτε κυβέρνησης– επιβάλλεται νομίζω η ανάθεση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και μιας νέας αρμοδιότητας: της επιλογής, με την πλειοψηφία και τους όρους που μόλις προαναφέρθηκαν, της ηγεσίας της ΕΡΤ.
ΣΤ. Στο πεδίο των κοινωνικού κράτους επιβάλλεται η τροποποίηση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 21, που ψηφίσθηκε με την αναθεώρηση του 2019, ώστε να μετατραπεί το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» σε εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να ενισχυθεί η δεσμευτικότητα των επί μέρους κοινωνικών δικαιωμάτων και να οργανωθεί η κοινωνική δικαιοσύνη μέσω ενός πλέγματος στοχευμένων κοινωνικών παροχών, που θα υπερβαίνουν κατά πολύ το –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης– «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» και θα διασφαλίζουν, ιδίως, ίσες ευκαιρίες για τα παιδιά.
Ζ. Τέλος, θα επαναλάβω ότι είναι καιρός να σταματήσουν οι μάχες οπισθοφυλακής και να ρυθμιστεί επιτέλους με τον δέοντα τρόπο το ζήτημα των μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Αυτό σημαίνει μία προσεκτική και πολλαπλά εγγυημένη αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 8 Σ, που θα επιτρέψει, με αυστηρές προδιαγραφές, την λειτουργία μόνο των πράγματι αναγκαίων ή έστω χρήσιμων μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, ώστε να ρυθμιστεί συνολικά –και ομοιόμορφα– το τοπίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης και να αποτραπούν τα πολλαπλά αντισυνταγματικά bypass, σαν αυτά που έγιναν έως τώρα (με αποκορύφωμα την τελευταία σχετική νομοθετική ρύθμιση, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεταλλαγμένα ιδιωτικά ΙΕΚ και σε απροκάλυπτη εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων).
Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η οπτική γωνία υπό την οποία θεωρώ ότι πρέπει να ιδωθεί η συνταγματική αναθεώρηση, προκειμένου να μην εγκλωβισθεί πάλι σε αποσπασματικές και αποπροσανατολιστικές προσεγγίσεις αλλά να αποβεί πράγματι χρήσιμη για την αντιμετώπιση κρίσιμων θεσμικών προβλημάτων που ταλανίζουν τον δημόσιο βίο και φαλκιδεύουν τις αναγκαίες πολιτικές επιλογές της χώρας μας. Υπό αυτήν δε την οπτική γωνία είναι προφανές ότι μπορούν να εξετασθούν και ειδικότερες προτάσεις, όπως αυτές που έχω διατυπώσει αναλυτικά για την αναδιάταξη του συνταγματικού πλαισίου ως προς την αποκέντρωση και την αυτοδιοίκηση (Constitutionalism, 6.4.2014). Οι προτάσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις προηγηθείσες, πρέπει βεβαίως να εξειδικευθούν και να συγκεκριμενοποιηθούν, ώστε να αποτελέσουν μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική του συνταγματικού κράτους, ως κράτους-στρατηγείου με γνήσια δημοκρατικά και κοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά. Μόνον έτσι μπορεί να αρθρωθεί μία συνολική πειστική απάντηση στο σημερινό ψευδεπίγραφο «επιτελικό κράτος», το οποίο συνιστά δραματική υποβάθμιση και εμφανή αλλοίωση του πολιτεύματος που καθιερώθηκε στο Σύνταγμα πριν από 50 χρόνια.